Ζωή Βαλάση – Το σπίτι του Άγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού

Αποσπάσματα από τα λόγια της Ζωής Βαλάση, συγγραφέα, στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Σεπτέμβριος 2008

Τον Άγγελο Κατακουζηνό και τη Λητώ δεν τους γνώρισα. Οι δρόμοι μας ποτέ δεν συναντήθηκαν. Μόνο σε μια φωτογραφία τους είχα δει κάποτε, ανάμεσα σε πολλούς άλλους.
Απόρησα λοιπόν, όταν η Σοφία μου τηλεφώνησε και με προσκάλεσε να επισκεφτώ το σπίτι τους.

ΉΡΘΑ γιατί είχε τέτοιο ενθουσιασμό στη φωνή της, που με παρέσυρε.
ΉΡΘΑ και γιατί τα σπίτια των ανθρώπων που έχουν φύγει, με σαγηνεύουν.
Τι απομένει άραγε όταν οι ένοικοι έχουν πια αφήσει «τη ζωή τους στην αρμοδιότητα των άστρων;» (Ρίτσος).

Η Σοφία δεν είχε έρθει ακόμα. Ήσαν μόνο οι μαστόροι.
Δεν θυμάμαι αν τους είδα, αν τους χαιρέτησα. Υποθέτω ότι θα το έκανα γιατί συνήθως είμαι ευγενική. Αλλά και πάλι δεν ξέρω, γιατί τα μάτια μου είχαν γεμίσει από Αθήνα.

Στεκόμουν απέναντι στη μεγάλη τζαμαρία και κοίταζα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι κοίταζα αυτό που και οι ένοικοι θα κοίταζαν κάθε μέρα. Τις φυλλωσιές και τις πράσινες λόγχες των φοινικόδεντρων, τον τρελό, τη λεωφόρο, τα μεγαλόπρεπα οικοδομήματα της εξουσίας, τη Βουλή, τη Μεγάλη Βρετανία (όπως τη λέγαμε παλιά), τον Λυκαβηττό.
Για πρώτη φορά τα έβλεπα όχι από χαμηλά, αλλά σε ύψος συνομιλητή τους. Και προπάντων, έβλεπα μόνο την όμορφη θέα της Αθήνας.

Οι πολυκατοικίες σαν τη δική μου πίσω από το Στάδιο, σχεδόν ανύπαρκτες.
Τα δρομάκια με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τους σκουπιδοτενεκέδες, αθέατα.

Πως είναι άραγε να ξεκινάς την ημέρα σου αντικρίζοντας ομορφιά, Τι λογής ήταν αυτοί οι άνθρωποι.
Ήρθε η Σοφία, άφησα τη θέα απέξω για να καταδυθώ στα εσωτερικά τοπία. Αρχίσαμε να περιδιαβάζουμε το σπίτι και τους ανθρώπους του.

Πάντα πίστευα πως το σπίτι δεν είναι άδειο κέλυφος που φιλοξενεί για λίγο ή για πολύ ανθρώπους.
Το σπίτι είναι εστία και η φλόγα που καίει είναι φτιαγμένη από ψυχές. Από λόγια που ειπώθηκαν και από σκέψεις που ντύσανε κάποιες κινήσεις.

Ένα τραπεζάκι εδώ κι όχι αλλού, μια σειρά από φωτογραφίες στην εταζέρα, μια ζωγραφιά στον τοίχο εκεί που το συνήθειο να καταφεύγει το βλέμμα.Πράγματα μικρά μικρά τοποθετημένα παντού, αχνάρια ταξιδιών, γνωριμιών, στιγμών που αλλιώς γλιστράνε και φεύγουν στον χρόνο κι στη μνήμη.

Το σπίτι τότε ακόμη ανάστατο, τα πράγματα αναζητούν τις θέσεις τους, μικρά χαρτάκια περιπλανιώνται με σημειωμένη πάνω τους μια ευχή, μια υπενθύμιση, «λόγια που αστράφτουν σαν πετράδια πλάθανε πράγματα και από τα σίδερα πιο στέρεα».
Μνημονεύω Εμπειρίκο.

Στο ΣΑΛΟΝΙ, τα έργα, Γουναρόπουλος, Βασιλείου, Φλωρά-Καραβία, Τσαρούχης, Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ξεκουράζονται προσεχτικά τυλιγμένα, υπομονεύουν ώσπου να ξαναπάρουν τις θέσεις τους. Ποτέ μου δεν είχα ξαναβρεθεί σε οικογενειακή καθημερινότητα αριστουργημάτων.

Οι Εποχές του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, να ορίζουν τα πήγαιν έλα-
πόρτες – διαβατήριες τελετές
Ζωγραφιές του Τσαρούχη να διακοσμούν την πεζότητα,
Ο Θεόφιλος σαν έμπνευση και σαν παρηγοριά, σαν χαρούμενος
ψυχοπομπός να ταξιδεύει τα πνεύματά τους στους κόσμους των μύθων.

Στις πολυθρόνες υπάρχουν ακόμη σχήματα σωμάτων, τα βιβλία στις βιβλιοθήκες δεν σου γυρίζουν την πλάτη. Τα ρούχα ανυπομονούν να βγουν, να μη γεράσουν στην ΝΤΟΥΛΑΠΑ.

Στο ΓΡΑΦΕΙΟ, η Σοφία να μου μιλάει για τη λαμπερή ζωή των Κατακουζηνών.
Την ευρυμάθεια, την ποιητικότητα και τη φιλοσοφική ματιά αυτού του θεραπευτή της ψυχής, του ξεχωριστού ιατροφιλόσοφου που ήταν ο Άγγελος Κατακουζηνός. Σαν παιδιά που τρύπωσαν σε μυστική κρυψώνα, φανταζόμαστε με ρίγη τους ανώνυμους, τους επώνυμους που ξάπλωσαν στο ΝΤΙΒΑΝΙ και του φανέρωσαν τα μύχια της καρδιάς τους, ιστορίες με τέλος τη γιατρειά ή το θάνατο, ή την τρέλα.

Διάπλατα ανοιγμένη στον έξω κόσμο η μεγάλη ΣΑΛΑ απέναντι στον Εθνικό Κήπο, στέρεη, δυνατή. Περίκλειστη και περίτεχνη σαν ακριβή δαντέλα η ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ- για συμπόσια πνευματικά μάλλον παρά για εντυπωσιακές εωχίες. Έτσι μου φάνηκε.
Λεπτεπίλεπτα σκαλιστές απλίκες, ελάχιστα έπιπλα, λίγες καρέκλες γύρω από ένα τραπέζι.
Τόσο μικρό τραπέζι σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι; Τι σήμαινε το γεύμα γι αυτούς τους ανθρώπους; Ήταν άραγε μια ιερουργία που προοριζόταν για ελάχιστους; Μια μυστική σπονδή;

Χάνομαι στους λαβυρίνθους του διαμερίσματος. Και ξαφνικά, στον πιο στενό, στον πιο σκοτεινό διάδρομο, όχι ο Μινώταυρος για να σε καταβροχθίσει αλλά το ΠΙΑΝΟ. Το μαύρο πιάνο στον βαθυκόκκινο τοίχο και το φανάρι που φέγγει χωρίς να φωτίζει, που σκορπάει σκιές και αραβουργήματα.Το πιάνο στο διάδρομο, ούτε προφυλαγμένο σε ιδιαίτερο δωμάτιο μουσικής, ούτε δεσπόζον στον χώρο των συγκεντρώσεων. Η μουσική, σαν πνοή αέρα, που διαχέεται παντού.
Το πιάνο στον διάδρομο.

Τα περάσματα έχουν σίγουρα μεγάλη σημασία για τους Κατακουζηνούς.

Φεύγοντας συλλογιζόμουν. Τι είδα; Γιατί συγκινήθηκα; Γιατί τόσες σκέψεις;
Στο κάτω κάτω τι είναι το σπίτι των Κατακουζηνών; Ένα μεγαλοαστικό σπίτι.
Ας συντηρηθεί, αφού κάποιοι έχουν το κουράγιο να το κάνουν.

Ας οργανώνουν εκθέσεις (αρκεί να είναι τόσο ωραίες όσο η τρέχουσα του Richard Cartwright).  Εμένα, τους άλλους, τους πολλούς, τι μας νοιάζει;

Δε μας νοιάζει; Εκεί μέσα συνομίλησαν οι λογοτέχνες με τους ζωγράφους, οι μεγάλοι θεραπευτές των ψυχών, οι κοσμικοί με τους αναχωρητές, τα έμπειρα γερατειά με τα δροσάτα νιάτα. Εκεί μέσα γεννήθηκαν επιστημονικές θεωρίες, άνθησαν εποχές και στίχοι, ήρθαν στο φως αγνοημένοι θησαυροί.

Θυμήθηκα τον Σεφέρη (βλέπετε δεν υπάρχει ζωή χωρίς ποίηση).
“Ότι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια”

Και θυμήθηκα και τη δική μου εμμονή στα κουκούλια των ψυχών.
Αν στ’ αλήθεια τα σπίτια δεν είναι άδεια κελύφη αλλά εστίες, δεν πρέπει να σβήσουν.
Αν ανάμεσα στους τοίχους τους γεννήθηκαν ιδέες, αυτές φωλιάζουν στο χρώμα και στη διάταξη των εικόνων, στα βιβλία και στα γραπτά.
Αν ακούστηκε μουσική, αυτή ακόμα φτερουγίζει σαν πεταλούδα στο αμπαζούρ.
Αν όνειρα έμειναν ανεκπλήρωτα, το σπίτι αναζητάει έναν ποιητή.
Γερνάνε και τα σπίτια όταν τ’ αφήνουμε, πεθαίνουν και τα σπίτια. Πεθαίνουν και οι λέξεις τους. Η ανάσα του άδειου σπιτιού είναι παγωμένη, κοφτερή σαν μέταλλο.

Ζωντανεύουν τα σπίτια; Πως άραγε;
Δεν ξέρω.
-Ίσως κρατώντας ζωντανή τη μνήμη αυτών που τα έστησαν.
-Ίσως εξασφαλίζοντας τη συνέχεια σε ότι ωραίο είχαν εκείνοι ξεκινήσει.
-Ίσως δημιουργώντας κάτι νέο , γιατί η μεγαλύτερη καταξίωση μιας προσωπικότητας δεν είναι ούτε να διατηρήσεις τη μνήμη της ούτε να συνεχίσεις το έργο της. Αλλά να εμπνευστείς απ αυτήν για να χτίσεις το καινούργιο.
Αυτό το σπίτι μπορεί να εμπνεύσει και το καινούργιο και το ωραίο.