Ελεάννα Βλαστού – Η τοιχογραφία μιας εποχής και το πορτρέτο μιας συμβίωσης

Εδώ κι ένα χρόνο είναι ανοιχτό για επίσκεψη ένα διαμέρισμα επί της λεωφόρου Αμαλίας. Ιδιοκτήτες η Λητώ και ο Άγγελος Κατακουζηνός. Ένα από τα πιο αγαπητά ζευγάρια της Αθήνας της δεκαετίας του `30. Εκείνος νευρολόγος-ψυχίατρος και γνώστης της τέχνης, εκείνη συγγραφέας και μούσα. Στο σπίτι αυτό έζησαν μαζί για 45 χρόνια, συναναστράφηκαν, γνώρισαν, συνδέθηκαν και αγαπήθηκαν από εικαστικούς, πεζογράφους, ποιητές, ηθοποιούς, φιλοσόφους επιστήμονες της εποχής που μπαινόβγαιναν διοργανώνοντας συγκεντρώσεις ιστορικής σημασίας για την Ελλάδα. Το σπίτι άνοιγε τακτικά από το 1960 και μετά για ποιητικές βραδιές, ρεσιτάλ απαγγελίας, φιλοσοφικές και φιλολογικές συζητήσεις.
Εάν πιστέψουμε ότι τα σπίτια διατηρούν στην αύρα τους ατόφιες μνήμες από περιστατικά και ανθρώπους τότε το διαμέρισμα αυτό είναι έμπλεο αναμνήσεων. Οι πνευματικοί άνθρωποι της γενιάς του 30 είναι εκεί, τριγύρω, διέσχισαν τους ίδιους διαδρόμους, αντίκρισαν την ίδια θέα κάποιο βράδυ ανεβαίνοντας στον 5ο όροφο.
Το πρώτο πράγμα που προσέχει κάποιος είναι η απρόσκοπτη θέα της Βουλής, του Λυκαβηττού και του Εθνικού κήπου. Το αμέσως επόμενο είναι η σκηνογραφία του χώρου. Ο Γιάννης Τσαρούχης το ανέλαβε. Επέλεξε ένα μπλε για τους τοίχους και ειδικό φωτισμό για να αναδεικνύονται οι πίνακες καλύτερα καθώς βραδιάζει, τα πανώ που ο καλλιτέχνης είχε φιλοτέχνησε για το σαλόνι ήταν ένας κομψός τρόπος ο χώρος να αποκτήσει την θεατρικότητα που έπρεπε, δημιουργώντας παράλληλα μικρότερα σαλόνια σ’ ένα ενιαίο χώρο. Έτσι, τρια σαλόνια διαφορετικού ύφους συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο. Στο πρώτο, ένα σεκρετέρ του 1760 ακόμα περιέχει όλο την αλληλογραφία και τον μικρόκοσμο της οικοδέσποινας. Στην ανατολίτικη γωνία την προσοχή μας τραβάει το τζάκι, το μάρμαρο ρόσο αντίκο βρέθηκε από την Λητώ Κατακουζηνού τυχαία σε μια βόλτα της στον Πειραιά και τέλος υπάρχει ένα ακόμη σαλόνι με έπιπλα Λουδοβίκου 16ου. Τα οικογενειακά έπιπλα του 18ου και 19ου αιώνα συνυπάρχουν με αναρίθμητα βιβλία, διακοσμητικά αντικείμενα, γλυπτά, δεκάδες σχέδια, χαρακτικά και μια συλλογή από περίπου εξήντα πίνακες. Όλα είναι δωρισμένα και αφιερωμένα στο ζευγάρι. Το σύνολο συνθέτει την τοιχογραφία μιας εποχής αλλά κυρίως το πορτρέτο μιας συμβίωσης.
Ο Chagall με ακουαρέλα και παστέλ φιλοτέχνησε το πορτρέτο της οικοδέσποινας όπου συνυπάρχει με έργα των Τσαρούχη, Βασιλείου, Γουναρόπουλου και Θεόφιλου. Έκθεση έργων του Θεόφιλου έγινε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο σπίτι αυτό, η αμέσως επόμενη στάση των ίδιων έργων ήταν στο Μουσείο του Λούβρου. Τα χαρακτικά των Corot και Picasso βρέθηκαν εκεί χάρη στην φιλία τους με τον τεχνοκριτικό Teriade. Ο Χατζηκυριάκος -Γκίκας έγραψε για τον Κατακουζηνό «αισθανόμουν όχι μόνο μια δυνατή φιλία αλλά και ένα ψυχικό δέσιμο, μια ταυτότητα αντιλήψεων. Ήξερα ότι μπορούσα να του εκμυστηρευτώ τα πιο μύχια περιστατικά της ζωής μου και ότι θα με άκουγε όσες ώρες και αν ήθελα». Οι τέσσερις μαονένιες πόρτες που χωρίζουν τους χώρους υποδοχής από την τραπεζαρία φιλοτεχνήθηκαν επί τόπου το 1960 από τον Γκίκα.
Πρέπει να φανταστούμε ένα βράδυ σε απαρτία, πολλά μικρά τραπέζια-για να μην χάνεται η επαφή- στημένα στην τραπεζαρία με τον φωτισμό να προέρχεται αποκλειστικά από τα μπορντό κηροπήγια στους τοίχους. Από αυτήν τραπεζαρία πέρασαν οι Έλληνες Νομπελίστες, ο Σεφέρης και ο Ελύτης προς τιμής του οποίου παρετέθει δείπνο με αφορμή το βραβείο το 1979 αλλά και ξένοι όπως ο Camus που την δεκαετία του `50 προσκαλέστηκε να μιλήσει για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού και ο Faukner που τους ευχαρίστησε μιλώντας για «… μια βραδιά που την έζησα με όλες τις ίνες της ψυχής μου, ξέροντας ότι δεν θα την ξαναζήσω ποτέ πια».

Είχα τη χαρά και την αδιακρισία ν’ ανοίξω ντουλάπες και ν’ ανακαλύψω φορέματα ραμμένα από την Πηνελόπη Τσοπανέλλη -το ατελιέ της βρισκόταν στην οδό Υπερείδου στην Πλάκα- και αποκριάτικα κοστούμια σχεδιασμένα από τον Γιάννη Τσαρούχη, ν’ ανοίξω συρτάρια και να διαβάσω γράμματα των Θεοτοκά και Βενέζη, ν’ ανασύρω ανέκδοτες φωτογραφίες του Κατσίμπαλη, του Τερζάκη και του Σεφέρη, να μπω στο μπάνιο και να δω μια γοργόνα σε μωσαϊκό φτιαγμένη από τον Σπύρο Βασιλείου.
H περιήγηση στο σπίτι όμως, είναι πλήρης μόνο μετά την επίσκεψη στο art deco ιατρείο του νευρολόγου. O Κατακουζηνός σπούδασε στο Παρίσι, γύρισε στην Ελλάδα αποδεχόμενος την πρόσκληση να ιδρύσει μια από τις πρώτες ψυχιατρικές κλινικές στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Παράλληλα διατηρούσε το ιατρείο του μέσα στο σπίτι. Λέγεται ότι είχε ένα σπάνιο ταλέντο στην ανθρώπινη επικοινωνία, χαρακτηριστικό που τον έκαναν περιζήτητο στον τομέα του. Ήταν ο θεράπων γιατρός επώνυμών αλλά και ανθρώπων απλών όπως μαρτυρούν τα χειρόγραφα αρχεία του και εφάρμοσε τολμηρές μεθόδους ίασης για την εποχή. Ο Γιώργος Χειμωνάς, έγραψε για εκείνον ότι ήταν ο γιατρός που επιστράτευε τις πολυσχιδείς γνώσεις του –και πέραν της Ψυχιατρικής- για να πολιορκήσει απ’ όλες τις μεριές την εξαιρετικά περίπλοκη Παθολογία του Νευρικού Συστήματος. Ήταν, καθώς φαίνεται` ο ιδανικός ψυχίατρος που συνδύαζε πολύπλευρη προσωπικότητα, ευαισθησία και το χάρισμα της διάγνωσης. Σας προτρέπω…να ξαπλώστε στο ντιβάνι.
Έχω την πεποίθηση ότι οι χώροι και τα δωμάτια γεμίζουν από μικρά συμβολικά κειμήλια που έχουν ένα ειδικό βάρος κι όχι απαραίτητα από αντικείμενα αξίας και από σημαντικά έργα τέχνης. Ο χώρος του καθενός γίνεται σπίτι όταν κοιτάζεις τα αντικείμενα και σε βοηθούν να αναπολείς γεγονότα, στιγμές στο χρόνο αλλά και κουβέντες που ειπώθηκαν ή υπονοήθηκαν. Το σπίτι αυτό διαθέτει κάτι παραπάνω` είναι πλήρες από τις παρουσίες καλεσμένων που βρέθηκαν εκεί για να γιορτάσουν ή να πενθήσουν, για τις πρόσχαρες αλλά και για τις δύσκολες στιγμές, συνοδοιπόροι σε μια γεμάτη από εμπειρίες ζωή του ζευγαριού.

Info: Ο Άγγελος Κατακουζηνός έφυγε από τη ζωή το 1982 και η Λητώ 15 χρόνια αργότερα, δεν έχουν απογόνους. Εκείνη πίστευε ότι δεν έκανε για μητέρα και εκείνος είχε μια αγωνία για το κατά πόσο παιδί ψυχιάτρου δεν θα είχε προβλήματα. Το σπίτι-μουσείο το έχει αναλάβει το ίδρυμα που φέρει το όνομά τους. Είναι ανοιχτό, για εμάς τους καλεσμένους της επόμενης γενιάς κατόπιν συνεννοήσεως