Αποσπάσματα από τα λόγια της Ζωής Βαλάση

συγγραφέα, για τις Ευρωπαϊκές ημέρες πολιτιστικής κληρονομιάς.

Το σπίτι του Άγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού
26 Σεπτεμβρίου 2008

Τον Άγγελο Κατακουζηνό και τη Λητώ δεν τους γνώρισα. Οι δρόμοι μας ποτέ δεν συναντήθηκαν. Μόνο σε μια φωτογραφία τους είχα δει, κάποτε, ανάμεσα σε πολλούς άλλους.
Απόρησα λοιπόν, όταν η Σοφία μου τηλεφώνησε και με προσκάλεσε να επισκεφτώ το σπίτι τους.
ΉΡΘΑ  λοιπόν γιατί είχε τέτοιο ενθουσιασμό στη φωνή της, που με παρέσυρε.
ΉΡΘΑ και γιατί τα σπίτια των ανθρώπων που έχουν φύγει, με σαγηνεύουν.
Τι απομένει άραγε όταν οι ένοικοι έχουν πια αφήσει « τη ζωή τους στηναρμοδιότητα των άστρων;» (Ρίτσος).

Η Σοφία δεν είχε έρθει ακόμα. Ήσαν μόνο οι μαστόροι.
Δεν θυμάμαι αν τους είδα, αν τους χαιρέτησα. Υποθέτω ότι θα το έκανα γιατί συνήθως είμαι ευγενική. Αλλά και πάλι δεν ξέρω, γιατί τα μάτια μου είχαν γεμίσει από Αθήνα.

Στεκόμουν απέναντι στη μεγάλη τζαμαρία και κοίταζα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι κοίταζα αυτό που και οι ένοικοι θα κοίταζαν κάθε μέρα. Τις φυλλωσιές και τις πράσινες λόγχες των φοινικόδεντρων, τον τρελό, τη λεωφόρο, τα μεγαλόπρεπα οικοδομήματατης εξουσίας, τη Βουλή, τη Μεγάλη Βρετανία (όπως τη λέγαμε παλιά), τονΛυκαβηττό.
Για πρώτη φορά τα έβλεπα όχι από χαμηλά, αλλά σεύψος συνομιλητή τους. Και προπάντων, έβλεπα μόνο την όμορφη θέα της Αθήνας.

Οι πολυκατοικίες σαν τη δική μου πίσω από το Στάδιο, σχεδόν ανύπαρκτες.
Τα δρομάκια με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τους σκουπιδοτενεκέδες, αθέατα.

Πως είναι άραγε να ξεκινάς την ημέρα σουαντικρίζοντας ομορφιά, Τι λογής ήταν αυτοί οι άνθρωποι.
Ήρθε η Σοφία,άφησα τη θέα απέξω για να καταδυθώ στα εσωτερικά τοπία.
Αρχίσαμε να περιδιαβάζουμε το σπίτι και τους ανθρώπους του.
Πάντα πίστευα πως το σπίτι δεν είναι άδειο κέλυφος που φιλοξενεί για λίγο ή για πολύ ανθρώπους.
Το σπίτι είναι εστία και η φλόγα που καίει είναι φτιαγμένη από ψυχές.
Από λόγια που ειπώθηκαν και από σκέψεις που ντύσανε κάποιες κινήσεις.

Ένα τραπεζάκι εδώ κι όχι αλλού, μια σειρά από φωτογραφίες στην εταζέρα, μια ζωγραφιά στον τοίχο εκεί που το συνήθειο να καταφεύγει το βλέμμα. Πράγματα μικρά μικρά τοποθετημένα παντού, αχνάριαταξιδιών, γνωριμιών, στιγμών που αλλιώς γλιστράνε και φεύγουν στον χρόνο κι στη μνήμη.

Το σπίτι τότεακόμη ανάστατο, τα πράγματα αναζητούνται θέσεις τους, μικρά χαρτάκιαπεριπλανιώνται με σημειωμένη πάνω τους μια ευχή, μια υπενθύμιση, «λόγια που αστράφτουν σαν πετράδια πλάθανε πράγματα και από τα σίδερα πιο στέρεα» Μνημονεύω Εμπειρίκο.

Στο ΣΑΛΟΝΙ, τα έργα, Γουναρόπουλος, Βασιλείου,Φλωρά-Καραβία, Τσαρούχης, Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ξεκουράζονται προσεχτικάτυλιγμένα, υπομονεύουν ώσπου να ξαναπάρουν τις θέσεις τους. Ποτέ μου δεν είχαξαναβρεθεί σε οικογενειακή καθημερινότητα αριστουργημάτων.
Οι Εποχές του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, να ορίζουν τα πήγαιν έλα- πόρτες – διαβατήριες τελετές Ζωγραφιές του Τσαρούχη να διακοσμούν την πεζότητα, Ο Θεόφιλος σαν έμπνευση και σαν παρηγοριά, σαν χαρούμενος ψυχοπομπός να ταξιδεύει τα πνεύματά τους στους κόσμους των μύθων.

Στις πολυθρόνεςυπάρχουν ακόμη σχήματα σωμάτων, τα βιβλία στις βιβλιοθήκες δεν σου γυρίζουν τηνπλάτη. Τα ρούχα ανυπομονούν να βγουν, να μη γεράσουν στην ΝΤΟΥΛΑΠΑ.

Στο ΓΡΑΦΕΙΟ, ηΣοφία να μου μιλάει για τη λαμπερή ζωή των Κατακουζηνών.
Την ευρυμάθεια,την ποιητικότητα και τη φιλοσοφική ματιά αυτού του θεραπευτή της ψυχής, τουξεχωριστού ιατροφιλόσοφου που ήταν ο Άγγελος Κατακουζηνός. Σαν παιδιά πουτρύπωσαν σε μυστική κρυψώνα, φανταζόμαστε με ρίγη τους ανώνυμους, τους επώνυμουςπου ξάπλωσαν στο ΝΤΙΒΑΝΙ και του φανέρωσαν τα μύχια της καρδιάς τους, ιστορίεςμε τέλος τη γιατρειά ή το θάνατο, ή την τρέλα.

Διάπλατα ανοιγμένη στον έξω κόσμο η μεγάλη ΣΑΛΑ απέναντι στον Εθνικό Κήπο, στέρεη, δυνατή. Περίκλειστη και περίτεχνη σαν ακριβή δαντέλα η ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ- για συμπόσιαπνευματικά μάλλον παρά για εντυπωσιακές εωχίες. Έτσι μου φάνηκε.
Λεπτεπίλεπτα σκαλιστές απλίκες, ελάχιστα έπιπλά, λίγες καρέκλες γύρω από ένα τραπέζι.
Τόσο μικρό τραπέζι σε ένα τόσο μεγάλο σπίτι; Τι σήμαινε το γεύμα γι αυτούς τουςανθρώπους; Ήταν άραγε μια ιερουργία που προοριζόταν για ελάχιστους; Μια μυστικήσπονδή;

Χάνομαι στους λαβυρίνθους του διαμερίσματος. Και ξαφνικά, στον πιο στενό, στον πιο σκοτεινό διάδρομο, όχι ο Μινώταυρος για να σε καταβροχθίσει αλλά το ΠΙΑΝΟ. Το μαύροπιάνο στον βαθυκόκκινο τοίχο και το φανάρι που φέγγει χωρίς να φωτίζει, που σκορπάει σκιές και αραβουργήματα. Το πιάνο στο διάδρομο , ούτε προφυλαγμένο σε ιδιαίτερο δωμάτιο μουσικής, ούτε δεσπόζονστον χώρο των συγκεντρώσεων. Η μουσική, σαν πνοή αέρα, που διαχέεται παντού.
Το πιάνο στονδιάδρομο.

Τα περάσματα έχουν σίγουρα μεγάλη σημασία για τους Κατακουζηνούς.

Φεύγονταςσυλλογιζόμουν. Τι είδα; Γιατί συγκινήθηκα; Γιατί τόσες σκέψεις;
Στο κάτω κάτω τιείναι το σπίτι των Κατακουζηνών;Ένα μεγαλοαστικό σπίτι.
Ας συντηρηθεί,αφού κάποιοι έχουν το κουράγιο να το κάνουν.

Ας οργανώνουν εκθέσεις (αρκεί να είναι τόσο ωραίες όσο η τρέχουσα του Richard Cartwright). Εμένα, τους άλλους, τους πολλούς, τι μας νοιάζει;

Δε μας νοιάζει;Εκεί μέσα συνομίλησαν οι λογοτέχνες με τους ζωγράφους, οι μεγάλοι θεραπευτέςτων ψυχών, οι κοσμικοί με τους αναχωρητές, τα έμπειρα γερατειά με τα δροσάτανιάτα. Εκεί μέσα γεννήθηκαν επιστημονικές θεωρίες, άνθησαν εποχές και στίχοι,ήρθαν στο φως αγνοημένοι θησαυροί.

Θυμήθηκα τονΣεφέρη, (βλέπετε δεν υπάρχει ζωή χωρίς ποίηση).
Ότι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια.

Και θυμήθηκα καιτη δική μου εμμονή στα κουκούλια των ψυχών.
Αν στ αλήθεια τασπίτια δεν είναι άδεια κελύφη αλλά εστίες, δεν πρέπει να σβήσουν.
Αν ανάμεσα στουςτοίχους τους γεννήθηκαν ιδέες, αυτές φωλιάζουν στο χρώμα και στη διάταξη τωνεικόνων, στα βιβλία και στα γραπτά.
Αν ακούστηκεμουσική, αυτή ακόμα φτερουγίζει σαν πεταλούδα στο αμπαζούρ.
Αν όνειρα έμεινανανεκπλήρωτα, το σπίτι αναζητάει έναν ποιητή.
Γερνάνε και τα σπίτια όταν τ αφήνουμε, πεθαίνουν και τα σπίτια.Πεθαίνουν και οι λέξεις τους. Η ανάσα του άδειου σπιτιού είναι παγωμένη,κοφτερή σαν μέταλλο.

Ζωντανεύουν τα σπίτια; Πως άραγε;
Δεν ξέρω.
-Ίσως κρατώνταςζ ωντανή τη μνήμη αυτών που ταέστησαν.
-Ίσως εξασφαλίζοντας τη συνέχεια σε ότιωραίο είχαν εκείνοι ξεκινήσει.
-Ίσως δημιουργώντας κάτι νέο , γιατί ημεγαλύτερη καταξίωση μιας προσωπικότητας δεν είναι ούτε να διατηρήσεις τη μνήμητης ούτε να συνεχίσεις το έργο της. Αλλά να εμπνευστείς απ αυτήν για ναχτίσεις το καινούργιο.
Αυτό το σπίτι μπορεί να εμπνεύσει και το καινούργιο και το ωραίο.