Ο Αγαμέμνων διατάζει να φέρουν την κόρη από τον Αχιλλέα
19,5 x 12 cm
Εξαιρετικό δείγμα της σχεδιαστικής δεινότητας του Θεόφιλου, η απεικονιζόμενη ομηρική σκηνή, είναι επίσης ενδεικτική της μεγάλης αγάπης και της ενδελεχούς ενασχόλησής του με την ελληνική μυθολογία και την αρχαία και τη νεότερη ελληνική ιστορία.
Συγκεκριμένα, απεικονίζεται εδώ ένα χαρακτηριστικό σκηνικό επεισόδιο από τη Ραψωδία Α της Ιλιάδας (Λοιμός – Μῆνις / Λοιμός – Η οργή του Αχιλλέα): ο αρχηγός των Ελλήνων, Αγαμέμνων, έχοντας εξαιτίας της τρομερής οργής του Απόλλωνα (με ολέθριες για το στρατόπεδο των Ελλήνων συνέπειες) αναγκαστεί να επιστρέψει στον ιερέα του θεού, τον Χρύση, την κόρη του, Χρυσηίδα, ζητά σε αντάλλαγμα το «πολεμικό λάφυρο» του Αχιλλέα, τη Βρισηίδα, με συνέπεια εξίσου καταστροφική, την αποχώρηση του Αχιλλέα από τη μάχη. Το πυκνό, δεξιοτεχνικό σχέδιο του Θεόφιλου, όπου η προσταγή του Ατρείδη κάτω από τον τίτλο της σκηνής αναγράφεται με τρόπο ρυθμικό στο περιθώριο (Ελθέτ’ αμέσως στην σκηνήν / Πηλείδου Αχιλλέως / Και φέρετε μ’ από χειρός / την κόρην του Βρησθέως), αντλεί την εικονοποιία του από την αρχαία ελληνική αλλά και τη βυζαντινή ζωγραφική. Αυστηρή γραμμικότητα σε συνδυασμό με πλαστική ευφράδεια, έντονα περιγράμματα, πλούσιες ενδυματολογικές λεπτομέρειες και σκηνικά στοιχεία όπως τα βαριά θεατρικά παραπετάσματα που αντλούνται από τη μελέτη σχετικών κλασικών και βυζαντινών προτύπων, αποκαλύπτουν τα μελετητικά ενδιαφέροντα, την ευχέρεια και το πολύπλευρο ταλέντο του μεγάλου Έλληνα δημιουργού. Και ταυτόχρονα, τη βαθιά και ενεργοποιημένη συναισθηματική του εμπλοκή με κάθε δραματική σελίδα της αρχαίας και της νεότερης ελληνικής εποποιίας.
Το συγκεκριμένο έργο εικάζεται πως είναι ένα από τα έργα που βρισκόταν στο περίφημο βαλιτσάκι του Θεόφιλου.
Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ (πραγματικό όνομα: Θεόφιλος Κεφαλάς ή Κεφάλας) (Βαρειά Λέσβου, 1870(;) – Μυτιλήνη, 24 Μαρτίου 1934), γνωστός απλά και ως Θεόφιλος, είναι ο Έλληνας λαϊκός ζωγράφος που στιγμάτισε με την παρουσία του τη νεοελληνική τέχνη. Κυρίαρχο στοιχείο του έργου του, η ελληνικότητά του και η ενδελεχής απεικόνιση της ελληνικής μυθολογίας και ιστορίας, καθώς και η αποτύπωση της καθημερινής ζωής και της φρεσκάδας της λαϊκής παράδοσης.
Η ακριβής χρονολογία γέννησής του δεν είναι γνωστή. Ο πατέρας του, Γαβριήλ Κεφαλάς (ή Κεφάλας), ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Πηνελόπη Χατζημιχαήλ, ήταν κόρη αγιογράφου. Σε νεαρή ηλικία επέδειξε μέτριες σχολικές επιδόσεις, αλλά και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, αποκτώντας βασικές γνώσεις κοντά στον παππού του. Ενδεδυμένος ήδη τη φουστανέλα στα εφηβικά του χρόνια, παρά τις αντιδράσεις του περίγυρού του, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών έφυγε για τη Σμύρνη όπου και εργάστηκε ως θυροφύλακας («Καβάσης») στο Ελληνικό Προξενείο. Από εκεί, μετά το ξέσπασμα του ελληνοτουρκικού πολέμου έφυγε για τον Βόλο περίπου το 1897, αναζητώντας ευκαιριακή εργασία και ζωγραφίζοντας σε σπίτια και καταστήματα της πόλης αλλά και της ευρύτερης περιοχής του Πηλίου. Σημαντικός προστάτης του στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός, αναθέτοντάς του τη φιλοτέχνηση αρκετών έργων αλλά και τον εξαιρετικό πλήρη διάκοσμο της οικίας του που αποτελεί σήμερα επισκέψιμο Μουσείο. Στη Θεσσαλία, πέρα από τη ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος πρωτοστάτησε στη διοργάνωση θεατρικών δρώμενων στις εθνικές γιορτές και κατά την περίοδο της Αποκριάς, κατασκευάζοντας σκηνικά αντικείμενα και κοστούμια, διατηρώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο ως ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης ή ως Μεγαλέξανδρος, και οργανώνοντας τα παιδιά του σχολείου σε παράταξη μακεδονικής φάλαγγας, και άλλοτε σαν ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης.
Το 1927, μετά από ένα δυσάρεστο επεισόδιο που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του, ο Θεόφιλος επέστρεψε οριστικά στη Μυτιλήνη. Εκεί εξακολούθησε έως το θάνατό του να ζωγραφίζει τοιχογραφίες και φορητά έργα, έναντι ευτελούς πάντοτε αμοιβής. Πολλά από τα έργα του της περιόδου αυτής, όπως και των χρόνων της Θεσσαλίας, έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας αμέλειας από τους κατόχους τους. Την τελευταία περίοδο της ζωής του, κομβική υπήρξε η οφειλόμενη στον Γ. Γουναρόπουλο συνάντησή του με τον σπουδαίο Λέσβιο τεχνοκριτικό και εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη-Tériade, που έμενε στο Παρίσι και συγκέντρωσε αρκετά έργα του. Στον Ελευθεριάδη καθώς και στον επιστήθιο φίλο του Άγγελο Κατακουζηνό οφείλονται σε μεγάλο βαθμό η αναγνώριση του έργου του Θεόφιλου, η αναγνώριση της αξίας του και η έντονη επιρροή του στους Έλληνες καλλιτέχνες και διανοούμενους της γενιάς του ’30 αρχικά και στους νεότερους αργότερα, ακόμη η μεταθανάτια διεθνής προβολή του και η αναγνώρισή του από τους Ευρωπαίους διανοούμενους της εποχής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος των έργων που ο Στρατής Ελευθεριάδης είχε παραγγείλει και αγοράσει από τον Θεόφιλο, φυλάχθηκαν από το ζεύγος Κατακουζηνού στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της Κατοχής και για δεκαπέντε χρόνια. Είναι ενδεικτικό πως η πρώτη έκθεση με τα έργα του Θεόφιλου έγινε στην οικία Κατακουζηνού στην Πινδάρου 7 το 1946 δημιουργώντας ακραίες αντιδράσεις. Στη συνέχεια η έκθεση με τα έργα παρουσιάστηκε στο Βρετανικό Ινστιτούτο τον Μάιο του 1947.
Με έξοδα του Στρατή Ελευθεριάδη και την αμέριστη συμβολή του ζεύγους Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού ανεγέρθηκε το 1964. Το Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά της Μυτιλήνης εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1965 από τον Άγγελο Κατακουζηνό που συντόνισε και όλα όσα χρειάστηκαν για το εξαιρετικά δύσκολο αυτό εγχείρημα, συγκεντρώνοντας κατά τα περίφημα αυτά θυρανοίξια τον ανθό των πνευματικών ανθρώπων αλλά και τους σημαντικότερους κοινωνικούς παράγοντες της εποχής.
Ο Άγγελος Κατακουζηνός συνέχισε σε όλη του τη ζωή να προβάλει το έργο του Θεόφιλου και σαν Πρόεδρος της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης διοργάνωσε εκεί την έκθεση που παρουσιάστηκε στις 17 Μαρτίου του 1970.
Ο Θεόφιλος πέθανε τον Μάρτιο του 1934 στη Μυτιλήνη, παραμονές του Ευαγγελισμού, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση. Τον Ιούνιο του 1961 με φροντίδα του Tériad εγκαινιάστηκε μεγάλη έκθεση με έργα του στο Μουσείο του Λούβρου. Ένας αληθινός μετά θάνατον θρίαμβος για τον φουστανελά «σοβατζή», ο οποίος κατά τον Άγγελο Κατακουζηνό «ζούσε το μύθο του, που τον άκουε σαν μελωδικό τραγούδι να κυλά μέσα του από πολύ μακριά και να γίνεται ο γλυκός καημός της ταλαιπωρημένης ζωής του…
Όσο για τα έργα του ο Κατακουζηνός θα επισημάνει πως « το φως που βγαίνει από τους πίνακές του έχει την ίδια απόχρωση, την ίδια ποιότητα μ’εκείνο μέσα στο οποίο κολυμπά η γύρω του φύση»