Άνοιξη (Σύνθεση)
Λάδι σε καμβά,
76 x 93 εκ.
Η αφαιρετική σύνθεση της Λιλής Αρλιώτη αποτελεί χαρακτηριστικό έργο της δημιουργού. Αποκαλύπτεται εδώ ένας σχηματοποιημένος ανήσυχος κόσμος, ένα τοπίο συμβολικό με εμφανή τάση προς την αφαίρεση, γεμάτο εντατικό ρυθμό, συναίσθημα και δυναμισμό. Μέσω της χρήσης επάλληλων κάθετων και οριζόντιων λωρίδων συμπαγούς ζωηρού και αντιθετικού χρώματος, που κατά τόπους αλλάζουν φορά, δημιουργώντας φεγγάρια ή ήλιους, στροβίλους, πλευρικά δομικά στοιχεία και λιτούς ενιαίους άξονες που ενδυναμώνουν και συγκρατούν τη σύνθεση, διαμορφώνεται η εντύπωση ενός άχρονου, εκρηκτικού και καθηλωτικού ζωγραφικού σύμπαντος που επιδέχεται διαφορετικές αναγνώσεις και ερμηνείες.
Η Λιλή Αρλιώτη (Αθήνα, 1908 – 1979), σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών και ζωγραφική στην ΑΣΚΤ με δάσκαλο τον Δημήτριο Μπισκίνη. Συνέχισε με σπουδές μουσικής και ιστορίας της τέχνης στην Ελβετία (Λωζάννη), ενώ πραγματοποίησε ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, καθώς και τη Νέα Υόρκη. Ήταν κόρη του στρατηγού Αριστοτέλη Βλαχόπουλου και σύζυγος του Καρόλου Αρλιώτη,
(οικονομολόγος, τραπεζίτης (Εθνική Κτηματική Τράπεζα), πολιτικός και κοινωνικός παράγοντας),
με τον οποίο το 1979 πραγματοποίησαν δύο δωρεές, 23 και 28 έργων αντίστοιχα, προς την Εθνική Πινακοθήκη.
Υπήρξε εξάλλου ένα από τα ιδρυτικά στελέχη και οικονομικός υποστηρικτής της ομάδας «Αρμός» που συγκέντρωσε μεταπολεμικά τον ανθό της γενιάς του ’30. Με το ζεύγος Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού τη συνέδεε στενή φιλία και είναι η ιστορική η στιγμή που θα πείσει τους Κατακουζηνούς να φιλοξενήσουν στην οικία τους στην Πινδάρου 7, έργα των καλλιτεχνών της ομάδας «Αρμός» ώστε να γνωρίσει το έργο τους ο φίλος και καλεσμένος τους Marc Chagall.
Ο Άγγελος Κατακουζηνός θα γράψει για το έργο της το 1978 ένα ψυχογράφημα όπου αναφέρει και τα ακόλουθα:
“ Η ζωγραφική της Λιλής Αρλιώτη είναι πάντα ένα κάλεσμα για μια περισυλλογή, για μια ψυχική ανταπόκριση. Η ελευθερία της δημιουργίας ηλεκτρίζει και ο έντονος εσωτερικός δημιουργικός παλμός καθηλώνει το θεατή μπροστά στους πίνακές της, που ποτέ δεν τους προσπερνά με αδιαφορία.
Μέσα από τους σκοτεινούς ασκητικούς χρωματισμούς βγαίνει μια πνιχτή φωνή, που εκφράζει τον ανθρώπινο πόνο και ταυτόχρονα ζητά τη δικαίωσή του.»
…. «Η ζωγραφική της Αρλιώτη δεν επιζητεί μόνο να χαϊδέψει την όραση και να εισπράξει εύκολα χειροκροτήματα. Αλλά διεγείρει τη φαντασία του θεατή και τον παρασύρει σε ένα δύσκολο δρόμο, όπου μέσα σ’ έναν κόσμο από είδωλα και σύμβολα πρέπει να ανακαλύψει την αλήθεια και να χαρεί την ομορφιά.»