Φιλί, μολύβι,
υδατογραφία (και
παστέλ;) σε χαρτί, 50 x 70 cm
Τα τέσσερα έργα του Γιώργου Γουναρόπουλου, στενού φίλου του Άγγελου Κατακουζηνού από τα χρόνια των σπουδών τους στο Παρίσι τη δεκαετία του 1920, «Το Φιλί 1», «Το Φιλί 2», «Το Φιλί 3» & «Το Φιλί 4» (από την πρώτο αθώο στο παθιασμένο φιλί), αποτελούν στην πραγματικότητα ένα τετράπτυχο αφιέρωμα το οποίο χαρακτηρίζεται απόλυτα από το προσωπικό ονειρικό ύφος του ζωγράφου, που δημιουργήθηκε ως δώρο στους επιστήθιους φίλους του Άγγελο και Λητώ Κατακουζηνoύ, με προορισμό να κοσμήσει τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του εμβληματικού ζεύγους, όταν εκείνοι μετακόμισαν στη νέα κατοικία τους επί της λεωφόρου Αμαλίας 4.
Προξενώντας στον θεατή διαχρονική συγκίνηση, τα τέσσερα υπερβατικού χαρακτήρα «Φιλιά» της «συμπαντικής» –όπως και ο ίδιος την αποκαλεί– ζωγραφικής του Γουναρόπουλου, αιωρούνται μεταξύ της αληθινής ερωτικής συνάντησης ενός ζευγαριού και των εξαϋλωμένων σκιών ενός ποιητικού οράματος ή ενός φευγαλέου φαντασιακού ονείρου. Με λιτές και ευκίνητες γραμμές που εκπορεύονται από την οργανική αφαίρεση, το μονάκριβο δώρο του ζωγράφου στους επιστήθιους πνευματικούς συνοδοιπόρους του ορίζεται εδώ ως ένα αιώνιο σύμβολο ομορφιάς, αγάπης και διαχρονικής εγκεφαλικής και συναισθητικής, εγκόσμιας και υπερκόσμιας συμπόρευσης.
Αξίζει να σημειωθεί πως στο ατελιέ του Γιώργου Γουναρόπουλου στο Παρίσι, ο Άγγελος Κατακουζηνός είχε προσέξει μια φωτογραφία ενός έργου του Θεόφιλου, που είχε τραβήξει ο Γουναρόπουλος σε ένα ταξίδι του στο Πήλιο, και αυτή ήταν και το έναυσμα για την ενασχόληση του Κατακουζηνού με τον Θεόφιλο για τα επόμενα πενήντα χρόνια.
Υπογραφή: με το ακρώνυμο G. Gounaro
Ο Γιώργος Γουναρόπουλος (Σωζόπολη Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινή Βουλγαρία), 22 Μαρτίου 1889 – Αθήνα, 17 Αυγούστου 1977) υπήρξε σημαντικός εκπρόσωπος της γενιάς του ’30. Έκτο και τελευταίο παιδί του Ηλία Γουναροπούλου από την Ανατολική Ρωμυλία και της Άννας, έφτασε με την οικογένειά του το 1904 υπό την πίεση της βουλγαρικής κυβέρνησης στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά από δυσκολίες και παρατεταμένη περιπλάνηση. Εργάστηκε ως επιγραφοποιός, ενώ το 1907 έγινε με δεκτός με εξετάσεις στο Σχολείο Καλών Τεχνών της Αθήνας. Με Αβερώφειο υποτροφία σπούδασε προοπτική και σκηνογραφία με δάσκαλο τον Βικέντιο Μποκατσιάμπη και ζωγραφική, με δασκάλους τον Σπυρίδωνα Βικάτο, τον Γεώργιο Ροϊλό και άλλους. Απέσπασε σημαντικά βραβεία και επαίνους σε διαγωνισμούς ενώ αποφοίτησε πρώτος. Σημαντική επίδραση άσκησαν οι εκπρόσωποι της Σχολής του Μονάχου στα πρώιμα (και μετέπειτα αποκηρυγμένα) έργα του.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό, φιλοτεχνώντας πολεμικές σκηνές και πορτραίτα στρατιωτικών. Από το 1919 συνέχισε με Αβερώφειο υποτροφία τις σπουδές του στο Παρίσι (Ακαδημία Ζυλιάν και Ακαδημία της Γκραντ Σωμιέρ), ενώ το 1924 απέκτησε ατελιέ-κατοικία στην οδό Βοζιράρ.
Το 1925 συμμετείχε στην Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, ενώ το 1926 ξεκίνησε τη συνεργασία του με την Galerie Vavain Raspail στο Παρίσι, πραγματοποιώντας εκεί τις τρεις πρώτες του ατομικές εκθέσεις. Το 1928, χρονιά όπου πραγματοποίησε ατομική έκθεση στην Galerie Jaques Bernhein στη γαλλική πρωτεύουσα, διαφαίνεται ήδη το καθαρά προσωπικό του ύφος, το οποίο και θα καθορίσει στη συνέχεια τη ζωγραφική πορεία του: αχνές γραμμές και βαθυγάλανα, κοκκινωπά και ιώδη χρώματα, εγγράφουν ένα ονειρικό σύμπαν, απομακρυνόμενα τόσο από την ακαδημαϊκή τεχνοτροπία όσο και από τον κρατούντα ιμπρεσιονισμό, ορίζοντας ένα ύφος απολύτως προσωπικό και αναγνωρίσιμο.
Το 1929, πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης Στρατηγοπούλου στην Αθήνα, σημειώνοντας μεγάλη εμπορική επιτυχία αλλά διχάζοντας τους κριτικούς και το κοινό, καθώς από τους οπαδούς της Σχολής του Μονάχου και σημαντικούς εκπροσώπους του χώρου όπως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, κατηγορήθηκε για καταστρατήγηση των ζωγραφικών κανόνων. Επιστρέφοντας οριστικά στην Ελλάδα το 1931, εγκαταστάθηκε στα Άνω Ιλίσια ενώ ακολούθησαν ο γάμος του με τη μουσικοσυνθέτρια Μαρία Πρωίου και η γέννηση του γιου του Ηλία. Συμμετοχή σε εκθέσεις, εικονογραφήσεις βιβλίων, σκηνογραφίες θεατρικών παραστάσεων χαρακτηρίζουν αυτήν την περίοδο, ενώ το 1934 ακολουθεί η συμμετοχή του στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1935 παρουσίασε έργα του με τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Μιχάλη Τόμπρο στην «Έκθεση των Τριών» στην Λέσχη Καλλιτεχνών Ατελιέ, ενώ το 1937 ανέλαβε τον διάκοσμο της αίθουσας συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου στο Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών, καταθέτοντας δυο χρόνια μετά μια σπουδαία τοιχογραφία 113 τ.μ. με θέμα ιστορικό-αθηνοκεντρικό.
Το 1944 υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου, ενώ αποτέλεσε ένα από τα πέντε μέλη του συμβουλίου του τμήματος ζωγραφικής του ΚΕΕ.
Το 1947, συμμετείχε με έλληνες ομότεχνούς του σε ομαδική έκθεση στη Στοκχόλμη, ενώ την ίδια χρονιά ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη, πραγματοποιώντας ατομική έκθεση στη γκαλερί Hugo του Αλέξανδρου Ιόλα.
Το 1955 συμμετείχε σε διεθνή ομαδική έκθεση στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας ενώ το 1958 παρουσίασε έργα του στην γκαλερί Ζυγός της Αθήνας και στον διεθνή διαγωνισμό Γκουγκενχάιμ σε αίθουσα της Αμερικάνικης Υπηρεσίας Πληροφοριών, όπου και έλαβε το ομώνυμο βραβείο. Ακολούθησαν ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και σημαντικές συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στο εξωτερικό: Άαχεν (1959), Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1959), Αμμόχωστος (1960), Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1963), Βρυξέλλες (1964) και Μπουένος Άιρες (1964). Από το 1965 και ως τον θάνατό του το 1977 συνεργάστηκε με τη γκαλερί Άστορ στην Αθήνα. Το 1975 διοργανώθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη αναδρομική έκθεση του έργου του.
Το 1978 το σπίτι του δωρήθηκε από τον γιο του στον Δήμο Ζωγράφου προκειμένου να μετατραπεί σε Μουσείο. Έργα του υπάρχουν στο Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα και σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.