Γιώργος Γουναρόπουλος

Δέντρα, 1930
Ελαιογραφία σε ελαιογραφία σε ξύλο, 63 x 88 εκ.
Υπογραφή στο έργο κάτω αριστερά

Η ελαιογραφία «Δέντρα», πλασμένη από φως, αχνές γραμμές, κοκκινωπά και ιώδη χρώματα, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα του ώριμου ύφους του Γουναρόπουλου. Η κεντρική ημιδιάφανη φόρμα του ρωμαλέου δέντρου, που καταλαμβάνει το μπροστινό πεδίο της σύνθεσης θυμίζοντας γηραιά ελιά, πάλλεται μέσα στο έξοχο μεσογειακό θερινό τοπίο που εμπνέει στον ζωγράφο η ανάμνηση κάποιου ελληνικού νησιού ή κάποιου ηπειρωτικού ειδυλλιακού παραθαλάσσιου τοπίου. Παρατηρώντας το έργο προσεκτικότερα, εντοπίζουμε τρεις γυναικείες φιγούρες με παραδοσιακό ένδυμα στο αριστερό μέρος της σύνθεσης, ενώ τα χαμηλά κτίσματα ενός χωριού αχνοφαίνονται στο διάκενο των δένδρων. Στο δεξί μέρος της σύνθεσης, όπου η ακίνητη διαφάνεια υποδηλώνει τη θάλασσα, ανάμεσα στα λευκά πανιά διαγράφεται με λιτές γραμμές μια σκηνή ψαρέματος. Το σύνολο εγγράφεται σε ένα ονειρικό σύμπαν, ορίζοντας ένα ύφος απολύτως προσωπικό και αναγνωρίσιμο.

Το συγκεκριμένο έργο χαρίστηκε στον Άγγελο και τη Λητώ ως δώρο για το γάμο τους και συμβόλιζε “το ρίζωμα της αγάπη τους” σύμφωνα με τα λόγια της Λητώς Κατακουζηνού.
Ο Γιώργος Γουναρόπουλος (Σωζόπολη Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινή Βουλγαρία), 22 Μαρτίου 1889 – Αθήνα, 17 Αυγούστου 1977) υπήρξε σημαντικός εκπρόσωπος της γενιάς του ’30. Έκτο και τελευταίο παιδί του Ηλία Γουναροπούλου από την Ανατολική Ρωμυλία και της Άννας, έφτασε με την οικογένειά του το 1904 υπό την πίεση της βουλγαρικής κυβέρνησης στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μετά από δυσκολίες και παρατεταμένη περιπλάνηση. Εργάστηκε ως επιγραφοποιός, ενώ το 1907 έγινε με δεκτός με εξετάσεις στο Σχολείο Καλών Τεχνών της Αθήνας. Με Αβερώφεια υποτροφία σπούδασε προοπτική και σκηνογραφία με δάσκαλο τον Βικέντιο Μποκατσιάμπη και ζωγραφική με δασκάλους τον Σπυρίδωνα Βικάτο, τον Γεώργιο Ροϊλό και άλλους. Απέσπασε σημαντικά βραβεία και επαίνους σε διαγωνισμούς ενώ αποφοίτησε πρώτος. Σημαντική επίδραση άσκησαν οι εκπρόσωποι της Σχολής του Μονάχου στα πρώιμα και μετέπειτα (αποκηρυγμένα) έργα του.

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό, φιλοτεχνώντας πολεμικές σκηνές και πορτραίτα στρατιωτικών. Από το 1919 συνέχισε με Αβερώφεια υποτροφία τις σπουδές του στο Παρίσι (Ακαδημία Ζυλιάν και Ακαδημία της Γκραντ Σωμιέρ), ενώ το 1924 απέκτησε ατελιέ-κατοικία στην οδό Βοζιράρ.

Το 1925 συμμετείχε στην Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο, ενώ το 1926 ξεκίνησε τη συνεργασία του με την Galerie Vavain Raspail στο Παρίσι, πραγματοποιώντας εκεί τις τρεις πρώτες του ατομικές εκθέσεις. Το 1928, χρονιά όπου πραγματοποίησε ατομική έκθεση στην Galerie Jaques Bernhein στη γαλλική πρωτεύουσα, διαφαίνεται ήδη το καθαρά προσωπικό του ύφος, το οποίο και θα καθορίσει στη συνέχεια τη ζωγραφική πορεία του: αχνές γραμμές και βαθυγάλανα, κοκκινωπά και ιώδη χρώματα, εγγράφουν ένα ονειρικό σύμπαν, απομακρυνόμενα τόσο από την ακαδημαϊκή τεχνοτροπία όσο και από τον κρατούντα ιμπρεσιονισμό, ορίζοντας ένα ύφος απολύτως προσωπικό και αναγνωρίσιμο.
Αξίζει να σημειωθεί πως στο ατελιέ του Γιώργου Γουναρόπουλου στο Παρίσι, ο Άγγελος Κατακουζηνός είχε προσέξει μια φωτογραφία ενός έργου του Θεόφιλου, που είχε τραβήξει ο Γουναρόπουλος σε ένα ταξίδι του στο Πήλιο, και αυτή ήταν και το έναυσμα για την ενασχόληση του Κατακουζηνού με τον Θεόφιλο για τα επόμενα πενήντα χρόνια.
Το 1929, πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης Στρατηγοπούλου στην Αθήνα, σημειώνοντας μεγάλη εμπορική επιτυχία αλλά διχάζοντας τους κριτικούς και το κοινό, καθώς από τους οπαδούς της Σχολής του Μονάχου και σημαντικούς εκπροσώπους του χώρου όπως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, κατηγορήθηκε για καταστρατήγηση των ζωγραφικών κανόνων. Επιστρέφοντας οριστικά στην Ελλάδα το 1931 εγκαταστάθηκε στα Άνω Ιλίσια, ενώ ακολούθησαν ο γάμος του με τη μουσικοσυνθέτρια Μαρία Πρωίου και η γέννηση του γιου του Ηλία. Συμμετοχή σε εκθέσεις, εικονογραφήσεις βιβλίων, σκηνογραφίες θεατρικών παραστάσεων χαρακτηρίζουν αυτήν την περίοδο, ενώ το 1934 ακολουθεί η συμμετοχή του στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1935 παρουσίασε έργα του με τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Μιχάλη Τόμπρο στην «Έκθεση των Τριών» στην Λέσχη Καλλιτεχνών Ατελιέ, ενώ το 1937 ανέλαβε τον διάκοσμο της αίθουσας συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου στο Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών, καταθέτοντας δυο χρόνια μετά μια σπουδαία τοιχογραφία 113 τ.μ. με θέμα ιστορικό-αθηνοκεντρικό.

Το 1944 υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του Καλλιτεχνικού Επαγγελματικού Επιμελητηρίου (ΚΕΕ), ενώ αποτέλεσε ένα από τα πέντε μέλη του συμβουλίου του τμήματος ζωγραφικής του ΚΕΕ.

Το 1947, συμμετείχε με Έλληνες ομότεχνούς του σε ομαδική έκθεση στη Στοκχόλμη, ενώ την ίδια χρονιά ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη, πραγματοποιώντας ατομική έκθεση στη γκαλερί Hugo του Αλέξανδρου Ιόλα.

Το 1955 συμμετείχε σε διεθνή ομαδική έκθεση στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, ενώ το 1958 παρουσίασε έργα του στην γκαλερί Ζυγός της Αθήνας και στον διεθνή διαγωνισμό Γκουγκενχάιμ σε αίθουσα της Αμερικάνικης Υπηρεσίας Πληροφοριών, όπου και έλαβε το ομώνυμο βραβείο. Ακολούθησαν ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και σημαντικές συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στο εξωτερικό: Άαχεν (1959), Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1959), Αμμόχωστος (1960), Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1963), Βρυξέλλες (1964) και Μπουένος Άιρες (1964). Από το 1965 και ώς τον θάνατό του το 1977 συνεργάστηκε με τη γκαλερί Άστορ στην Αθήνα. Το 1975 διοργανώθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη αναδρομική έκθεση του έργου του.

Το 1978 το σπίτι του δωρήθηκε από τον γιο του στον Δήμο Ζωγράφου προκειμένου να μετατραπεί σε Μουσείο. Έργα του υπάρχουν στο Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα και σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.