Οι τέσσερις εποχές, [1960]
Ζωγραφική σύνθεση σε ξύλινες δίφυλλες εσωτερικές πόρτες
200 x 100 εκ. το κάθε φύλλο
Καλλιτέχνης και λόγιος με πολλά πνευματικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολήθηκε ακόμη με τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, τη γλυπτική (αναδρομική έκθεση γλυπτών του πραγματοποιήθηκε το 1984 στην αίθουσα «Το Τρίτο Μάτι» στην Αθήνα), ενώ παραχώρησε επίσης σειρά διαλέξεων και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα για θέματα τέχνης και αισθητικής.
Το ζωγραφικό έργο του «Οι τέσσερις εποχές» αποτελεί κορυφαίο και αναντικατάστατο τεκμήριο της συλλογής, καθώς είναι ένα μονάκριβο και ανεξίτηλα αμετακίνητο δώρο, εμπνευσμένο και προορισμένο για την ολάνοιχτη σε εγκάρδιες πνευματικές δεξιώσεις και ευφραντικές αθηναϊκές βεγγέρες οικία των δύο επιστήθιων φίλων του, Άγγελου και Λητώς Κατακουζηνού. Η τετραμερής σύνθεση, όπου με τρόπο λιτό και κύκλιο οι τέσσερις εποχές διαδέχονται η μία την άλλη, είναι επιτόπου ζωγραφισμένη στις συρόμενες ξύλινες πόρτες του διαμερίσματος της λεωφόρου Αμαλίας, οι οποίες με σπάνιο διπλό μηχανισμό διαχωρίζουν το σαλόνι από την τραπεζαρία. Εδώ ο Γκίκας, επιτυγχάνοντας μια κομψή προσωπική σύνθεση γεωμετρικών και φυσιοκρατικών στοιχείων, όπου τα σχηματοποιημένα άνθινα μοτίβα και οι πλοχμοί διατρέχονται από γραμμικά ημιτόνια, φωτεινές κηλίδες και ρυθμική μουσικότητα, αξιοποιεί με τρόπο οργανικά περιεκτικό τις κυβιστικές και κονστρουκτιβιστικές διατυπώσεις της ζωγραφικής του, διανθίζοντάς τις με πρωτογενείς νατουραλιστικές φόρμες αντλημένες από την πνοή και το εκχύλισμα του ελληνικού τοπίου.
Υπογραμμίζοντας τη σημασία που είχε για τους οικοδεσπότες του σπιτιού ο ζωγράφος και το έργο του, το οποίο οι ίδιοι επέλεξαν να αποτελέσει το καθοριστικό σημείο αναφοράς του εσωτερικού διακόσμου τους, ας παραπέμψουμε στο σημείο αυτό στα αρχεία του Ιδρύματος:
Γράφει ο Άγγελος Κατακουζηνός για τον φίλο του Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα:
«Όταν βρέθηκα μπροστά στο 18χρονο Χατζηκυριάκο είχα μεγάλη έκπληξη. Είδα έναν ώριμο άνδρα, με γένια, με μουστάκια, με μονόκλ με όλα τα εξαρτήματα, μπαστούνι, αλυσίδα, κλπ. Με άλλα λόγια, είδα μια φιγούρα του 1900 και όχι έναν συγχρονισμένο νέο της εποχής. Γρήγορα όμως αντιλήφθηκα πως αυτός ο πολύ νέος άνθρωπος, που καμωνότανε να φαίνεται ώριμος και σοβαρός άνδρας, είχε μια πνευματική φρεσκάδα και βάθος σκέψης, συνταιριασμένα με μια μεγάλη ευγένεια λίγο εκτός τόπου και χρόνου. Ο Χατζηκυριάκος είχε την εμφάνιση ενός ευπατρίδη. Άλλωστε, σε όλη του τη ζωή, τη συμπεριφορά και τη στάση μέσα στην κάπως “μποέμικη” συντροφιά μας, αυτός πάντα κράτησε τη θέση του ευπατρίδη…
Εντυπωσίαζε το βάθος της σκέψης του, η έκτασή της και η σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπιζε οποιοδήποτε θέμα. Έστεκε κανείς με κάποια έκπληξη απέναντι στην «κρυμμένη» προσωπικότητά του, στο κρυφό μέρος του χαρακτήρα του, που όμως, μπορούσε κανείς, αν ήξερε, να το «διαβάσει» στη ζωγραφική του…
Ο Γκίκας από τα πρώτα κιόλας βήματά του έδειξε πως ήταν μια φωτεινή ελπίδα στη ζωγραφική. Η σταθερότητα όμως του χαρακτήρα του, η προσήλωση στην αξιοπρέπειά του, η παλικαρίσια στάση και το πιστεύω του στην τέχνη του, δεν του επέτρεπαν να καταφύγει σε πλάγια βοηθήματα ή σε οποιαδήποτε διαφήμιση…
Ουμανιστής ο Γκίκας, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο Panofsky, πιστεύει στην ανθρώπινη αξία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, συνειδητοποιεί με τραγικότητα τις πεποιθήσεις του, τις αποδέχεται και θέλει να τις επιβάλλει. Έτσι στάθηκε μόνος, με μοναδική συντροφιά την τέχνη του, χωρίς να ανήκει σε καμιά ομάδα, καμιά κλίκα, σε κανένα στρατόπεδο…
Γι’ αυτό και ο δρόμος του Γκίκα ήταν ανηφορικός και δύσκολος. Ωστόσο, κατάφερε σιγά σιγά να σταθεροποιήσει τα βήματά του και να σταθεί όρθιος μέσα σε εκείνο τον ίλιγγο που ζούσε η τέχνη στην εποχή του μεσοπολέμου. Ο εσωτερικός του κόσμος σε μια τόσο νεαρή ηλικία ήταν τόσο ώριμος από γνώση και παιδεία, τόσο γεμάτος από αίσθημα και ευαισθησία, τόσο ανήσυχος για δημιουργία, που μπορούσε να τροφοδοτεί τη τέχνη του με περίσσια αυτάρκεια. Έπειτα όλη η περιρέουσα εκείνη ατμόσφαιρα του Παρισιού ήταν μια πηγή δημιουργίας, που πότιζε τους πίνακές του με κρυστάλλινο νερό φιλτραρισμένο μέσα από τη στερεή σκέψη και το ευαίσθητο συναισθηματικό του μέταλλο…
Θεωρώ μεγάλο ευτύχημα που η μοίρα έτσι το έφερε να γνωριστώ τότε και να δεθώ ψυχικά και πνευματικά μαζί του, με μια στενή φιλία που μένει από τότε αναλλοίωτη. Και αυτό το θεωρώ σαν ένα από τα πιο πολύτιμα αγαθά της Παρισινής τότε ζωής μου. Σήμερα, όταν κουβεντιάζουμε με τον Χατζηκυριάκο, κοιτάζοντας ένα έργο του στο εργαστήριό του,… νοιώθουμε στιγμές πνευματικής ανάτασης, που μας πλημμυρίζουν χαρά και αισιοδοξία. Και αυτό είναι κάτι που μετράει στη ζωή μας. Γιατί μέσα στη σημερινή ψευτιά και το κομφούζιο που χαρακτηρίζει και τις σημερινές πνευματικές και καλλιτεχνικές αξίες, μέσα στην αισθητική ερημιά που μας δέρνει, βρίσκει κανείς ακόμα τέτοιας ποιότητας πνευματικές και καλλιτεχνικές οάσεις…
Είναι το πνεύμα, η ψυχή και η καρδιά της Ελλάδας που πάλλουν μέσα στα έργα του Γκίκα…».
(Αποσπάσματα από το ψυχογράφημα του Άγγελου Κατακουζηνού για τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα στο Παρίσι του Μεσοπολέμου, Αθήνα 1977).
Γράφει με τη σειρά του ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας για τον φίλο του Άγγελο Κατακουζηνό:
«Ήταν γεννημένος ιππότης ο Άγγελος Κατακουζηνός…
Είναι δύσκολο να μιλάς για ένα φίλο που έχασες. Πενήντα χρόνια σταθερής φιλίας. Ο Άγγελος αγαπήθηκε πολύ από τη γενιά του ’30. Γλύπτες, ζωγράφοι, ποιητές, όλοι τον αγκάλιασαν ζεστά, σφιχτά, κι όλους μας βοήθησε και μας νοσήλευσε από το Παρίσι, νεαρός φοιτητής ακόμα… Έγραφε δοκίμια, μιλούσε δημόσια με βαθιά ψυχολογική εμπειρία για πρόσωπα και πράγματα της τέχνης, θίγοντάς τα εις βάθος με μια φινέτσα χαρακτηριστική, με μια ικανότητα διείσδυσης εκπληκτική… Ανάμεσα στα τόσα άλλα καλλιτεχνικά και πνευματικά που μας πρόσφερε, αξέχαστη παραμένει η προεδρία του στα εγκαίνια του Μουσείου Θεοφίλου στη Μυτιλήνη. Κι ήταν ο Άγγελος που έφερε σ’ επαφή τον Albert Camus με διαλεγμένους Έλληνες διανοούμενους σ’ ένα colloque που έμεινε ιστορικό…
Για τον Άγγελο Κατακουζηνό αισθανόμουν όχι μόνο μια δυνατή φιλία αλλά και έναν ψυχικό δεσμό, μια ταυτότητα αντιλήψεων, έναν τρόπο αισθαντικής αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της ζωής. Ήξερα ότι μπορούσα να του εκμυστηρευτώ τα πιο μύχια περιστατικά της ζωής μου και ότι θα με άκουγε με όλη του την αγάπη, με συμπάθεια και με ενδιαφέρον όσες ώρες και αν ήθελα. Στο τέλος θα έκανε κάποια παρατήρηση που θα φώτιζε απρόοπτα το πρόβλημα ανοίγοντας ένα κομμάτι ξαφνικής γαλήνης…
Τέτοια ήταν η φιλία μας που βάστηξε εξήντα χρόνια και που τώρα μου λείπει όσο δε λέγεται…».
(Αποσπάσματα από ομιλία του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα σε εκδήλωση στη μνήμη του Άγγελου Κατακουζηνού, Αθήνα 1983).
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας (Αθήνα, 26 Φεβρουαρίου 1906 – Αθήνα, 3 Σεπτεμβρίου 1994), έχοντας παρουσιάσει ιδιαίτερη κλίση στο σχέδιο από πολύ νωρίς, πήρε τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής σε μαθητική ηλικία από τον Κωνσταντίνο Παρθένη (1921-22). Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Γαλλική Φιλολογία και την Αισθητική στη Σορβόννη το 1922 στο Παρίσι, φοιτώντας παράλληλα στην Académie Ranson, με δάσκαλο τον Bissière και στο εργαστήριο χαρακτικής του Δ. Γαλάνη. Το 1923, παρουσίασε έργα του στο Salon des Tuileries και στο Salon des Surindependants, συμμετέχοντας στη συνέχεια σε πολλές ακόμη ομαδικές εκθέσεις.
Πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι το 1927 στην Galerie Percier και την πρώτη του έκθεση στην Αθήνα το 1928, στην Γκαλερί Στρατηγοπούλου, παρουσιάζοντας τα έργα του μαζί με εκείνα του γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου. Έχοντας ήδη γίνει γνωστός και στις δύο χώρες, εγκαταστάθηκε το 1934 στην Αθήνα. Τα επόμενα χρόνια (1935-1937) χαρακτηρίζονται από τη σημαντική εκδοτική συνεργασία του Γκίκα με τον αρχιτέκτονα Δ. Πικιώνη, τον ποιητή Τ. Παπατζώνη και το σκηνοθέτη Δ. Καραντινό για το περίφημο περιοδικό «Το Τρίτο Μάτι».
Έχοντας την ίδια εποχή επισκευάσει το οικογενειακό σπίτι στην Ύδρα, περνά σημαντικό χρόνο εκεί, ολοκληρώνοντας την πρώτη ενότητα έργων που καθόρισαν την καλλιτεχνική πορεία και τη χαρακτηριστική εικαστική γραφή του: κυβιστικά εκλεκτικιστικά στοιχεία, συνομιλούν με νατουραλιστικές φόρμες του φυσικού κόσμου, συμπλέκοντας ταυτόχρονα στη σύνθεση σχηματοποιημένα στοιχεία της ελληνικής αρχιτεκτονικής παράδοσης και διατρεχόμενα στο σύνολό τους από διάχυτο φως.
Το 1946 παρουσιάστηκε η πρώτη αναδρομική έκθεση του έργου του στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών. Το 1949 εξέθεσε με την ομάδα «Αρμός» ως ιδρυτικό μέλος της, ενώ το 1950 παρουσίασε δεκαεπτά έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το έργο του παρουσιάστηκε στη συνέχεια σε περισσότερες από 50 ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα, στο Παρίσι, το Λονδίνο, το Βερολίνο, ενώ από το 1958 ξεκίνησε τη συνεργασία του με την γκαλερί του Αλέξανδρου Ιόλα, εκθέτοντας στη Νέα Υόρκη, το Παρίσι, τη Γενεύη και το Μιλάνο. Το 1973 πραγματοποιήθηκε αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας με εκατόν εξήντα τέσσερα έργα.
Έργα του βρίσκονται στο Musée d’Art Moderne στο Παρίσι, στην Tate Gallery του Λονδίνου, στο Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης, στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας καθώς και σε σημαντικές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πέρα από τη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη χαρακτική, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας ασχολήθηκε επίσης με τη σκηνογραφία από το 1937, σχεδιάζοντας σκηνικά και κοστούμια για παράσταση του Θεάτρου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τη Νέα Σχολή Δραματικής Τέχνης του Σωκράτη Καραντινού (1938), το Εθνικό Θέατρο (1950), το Μοντέρνο Ελληνικό Μπαλέτο της Ραλλούς Μάνου (1950), τη Σχολή Ματέι (1952) και το Covent Garden του Λονδίνου (1961), για θεατρικά έργα όπως οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνη (Εθνικό Θέατρο 1951, Comédie Française 1952) ή το μπαλέτο «Περσεφόνη» του A. Gide, με μουσική του I. Stravinsky (Covent Garden 1961).
Παράλληλα, εικονογράφησε σπουδαία λογοτεχνικά έργα όπως η «Οδύσσεια» του Ν. Καζαντζάκη, το «Δάφνης και Χλόη» του Λόγγου και τα «Ποιήματα» του Κ. Καβάφη, αλλά και τα βιβλία της Λητώς Κατακουζηνού «Κύματα» (1948), «Απ’ το δείλι ως την αυγή» (1957), «Όμορφο καράβι μου-θύμησή μου» (1977), ενώ συνέγραψε βιβλία, μελέτες και άρθρα για την Αρχιτεκτονική και την Αισθητική, καθώς και δοκίμια για την ελληνική τέχνη.
Το 1941 εκλέχθηκε καθηγητής στην έδρα του Σχεδίου της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, διδάσκοντας έως το 1958 σχέδιο και σύνθεση. Το 1972 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1982 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, το 1986 επίτιμο μέλος της Royal Academy of Arts του Λονδίνου και το 1991 επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1986 δώρισε στην Εθνική Πινακοθήκη σαράντα πέντε έργα του. Έξι χρόνια αργότερα, το 1992, με τη δική του βούληση και παρακαταθήκη, και σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη, ιδρύθηκε η Πινακοθήκη Χατζηκυριάκου-Γκίκα στην Αθήνα.