Alexander Mohr

Μονή Δαφνίου,
110 x 80 εκ. 1940

Ο Άγγελος και η Λητώ Κατακουζηνού ανέπτυξαν φιλικούς δεσμούς με τον Alexander Mohr και τη σύζυγό του κατά τη διάρκεια της διαμονής των δεύτερων στην Ελλάδα. Το έργο «Μονή Δαφνίου» ήταν δώρο του καλλιτέχνη και κοσμούσε πάντα την αίθουσα αναμονής ασθενών στην οικία του Κατακουζηνού.

Η «Μονή Δαφνίου», φανερώνει τη διά βίου αγάπη του Mohr για την Ελλάδα, τα τοπία και τους ανθρώπους της. Όπως και στα έργα του που ανήκουν στη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης, τα οποία επίσης φιλοτεχνήθηκαν όταν εκείνος είχε διαλέξει την κλυδωνιζόμενη πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά Ελλάδα ως τόπο κατοικίας του, διαφαίνεται με ευκρίνεια το ρομαντικό και φιλελληνικό πνεύμα ενός Γερμανού καλλιτέχνη που, έχοντας μεγαλώσει με κλασική παιδεία, αναζητεί την καταγωγή και τη διαχρονία του μύθου σε ό,τι ακουμπά και αποτυπώνει το βλέμμα του. Το αρκαδικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας και σημειολογίας αττικό τοπίο της Μονής, με τη βουκολική γαλήνη, τη μυστηριακή αχλή και τα ατμοσφαιρικά σφουμάτα, με τα οικεία γαλανά και τις θερμές ώχρες που διακόπτονται από τους σκοτεινούς όγκους των κυπαρισσιών και των πεύκων, ξεδιπλώνεται στα μάτια του θεατή, θυμίζοντας παλαιότερα περιηγητικά έργα.

Ο Alexander Mohr (1892-1974) γεννήθηκε στο Frankenberg της Γερμανίας από εύπορους γονείς με αριστοκρατικό υπόβαθρο. Ξεκίνησε τις επίσημες σπουδές του το 1905 στο Koblenz της Γερμανίας με τον νεωτεριστή Γερμανό εξπρεσιονιστή William Straube (1871-1954), μαθητή του Henri Matisse. Η επίσημη εκπαίδευσή του διακόπηκε με την έλευση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου υπηρέτησε ως Αξιωματικός του Ιππικού από το 1914 έως το 1918 στο ανατολικό μέτωπο.

Το 1919 σπούδασε δίπλα στον εξπρεσιονιστή ζωγράφο Adolf Holzel (1853-1934) στη Στουτγάρδη και εντάχθηκε στον κύκλο των «Εξπρεσιονιστών του Ρήνου» στο Ντίσελντορφ, όπου το 1921 συμμετείχε στην «Πρώτη διεθνή καλλιτεχνική έκθεση».

Από το 1925 έως το 1931 σπούδασε και εργάστηκε στο Παρίσι παρουσιάζοντας, μεταξύ άλλων, τρεις ατομικές εκθέσεις το 1927, το 1929 και το 1930. Μέσω της γνωριμίας του με τον εξπρεσιονιστή Max Jacob και της φιλίας του με τον συγγραφέα Joseph Breitbach απέκτησε πρόσβαση στον Pablo Picasso. Ενώ βρισκόταν στο Παρίσι, ο Μορ συναναστράφηκε με φυσική άνεση τη λογοτεχνική ελίτ της πόλης, συμπεριλαμβανομένων των Jean Schlumberger, André Gide και Julien Green.

Έχοντας εξαιτίας της καταγωγής του αποκτήσει κλασική παιδεία, ο Mohr εντάχθηκε σε πρώιμη ηλικία στην παράδοση του γερμανικού Φιλελληνισμού, ενώ επηρεάστηκε επίσης από τα γραπτά του Βιργίλιου, του Οράτιου και του Οβίδιου, κορυφαίων ποιητών της λατινικής λογοτεχνίας. Το 1922 εγκατέστησε το εργαστήριό του στην Trier της Γερμανίας, κοντά σε μια από τις οικογενειακές κατοικίες. Εκεί γνώρισε και τον Γαλλο-Γερμανό θεατρικό συγγραφέα Joseph Breitbach, αποκτώντας μέσω εκείνου πρόσβαση σε κάποιους από τους πλέον ενδιαφέροντες καλλιτεχνικούς κύκλους του Μεσοπολέμου. Ταξίδεψε τα επόμενα χρόνια σε Ουγγαρία, Ισπανία, Ιταλία και Ελβετία, συναντώντας πολλούς από τους κορυφαίους καλλιτέχνες και συγγραφείς της εποχής, ενώ το 1932 στο ταξίδι του στην Ελλάδα στο πλαίσιο έκθεσης έργων του στην Αθήνα, γνώρισε την κατά δεκαοκτώ χρόνια νεότερή του Elsa Kahn, Γερμανίδα ελληνοεβραϊκής καταγωγής. Παντρεύτηκαν το ίδιο έτος και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, ταξιδεύοντας συχνά στο Παρίσι και την Trier.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Mohr με τη γυναίκα του διέκοψαν τη διηνεκή περιπλάνησή τους, παραμένοντας στην Ελλάδα, ενώ ο ίδιος συνέχισε να εκθέτει το έργο του στη Γερμανία, οδηγώντας κάποιους να κρίνουν αρνητικά την ουδέτερη στάση του. Δεν θα πρέπει ωστόσο κανείς να ξεχνά πως μέλημα του ίδιου ήταν πρωτίστως να προστατεύσει από το ναζιστικό καθεστώς την εβραϊκής καταγωγής νεαρή σύζυγό του Εlsa, αποσιωπώντας και κρύβοντας την ταυτότητά της.
Την περίοδο 1950-53 έζησε στο Παρίσι και στη συνέχεια, έως και το θάνατό του στις 8.2.1974, ο Mohr επαναλάμβανε τον ετήσιο ταξιδιωτικό κύκλο του, επιλέγοντας την αθηναϊκή διαμονή τον χειμώνα, και τη Γερμανία και τη Γαλλία κατά τους θερινούς μήνες, οργανώνοντας εκθέσεις του στην Ευρώπη, κυρίως στη Γερμανία, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο και την Ελλάδα. Κηδεύτηκε και ετάφη, όπως ο ίδιος το επιθυμούσε, στην Αθήνα. Έργα του ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη.