Σπύρος Βασιλείου

Αττικό

Ξυλογραφία, εμπνευσμένη από την ποίηση του Άγγελου Σικελιανού, 1942, 18×17 εκ.
Με αφιέρωση του καλλιτέχνη στον Άγγελο Κατακουζηνό (25/3/1950)

Ο Σπύρος Βασιλείου (Γαλαξείδι 1903 – Αθήνα 1985) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους του εικοστού αιώνα. Γεννήθηκε στο Γαλαξίδι το 1903 και ήλθε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1920 για να φοιτήσει στην Σχολή Καλών Τεχνών με υποτροφία. Απογοητευμένος από τα υποχρεωτικά μαθήματα στο κάρβουνο και στο μολύβι, μαζί με άλλους συμφοιτητές του πρωτοστατεί σε μια κίνηση ανανέωσης των εργαστηρίων της σχολής. Οι «επαναστάτες» φοιτητές γράφονται στο εργαστήριο του Νικόλαου Λύτρα (1923-26), κοντά στον οποίο μυούνται στις αρχές του ιμπρεσιονισμού, στις αξίες του καθαρού χρώματος και στην εκ του φυσικού μελέτη της πρόσπτωσης του φωτός.

Μετά την αποφοίτηση του το 1926 εξέθεσε έργα του στο «Φουαγιέ» του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών. Ξεκινάει συνεργασία με εφημερίδες και περιοδικά δημοσιεύοντας σχέδια και εικονογραφήσεις.
Το 1926 συνεκθέτει με τους Πολύκλειτο Ρέγκο, Σπύρο Κόκκινο και Αντώνη Πολυκανδριώτη, στην «Έκθεση των Τεσσάρων». Στην πρώτη ατομική έκθεσή του το 1929 στην αίθουσα τέχνης Στρατηγοπούλου προξένησε μεγάλη αίσθηση για την αξιοποίηση βυζαντινών μοτίβων με νέες φόρμες.
Εκτός από τα ζωγραφικά του έργα, δημιούργησε θρησκευτικές εικόνες, ξυλόγλυπτα, εικονογραφήσεις, αφίσες, σκηνικά για το θέατρο, κλπ. Οι εικόνες και τα σχέδια του έχουν αφομοιωθεί πλήρως στην σύγχρονη Ελληνική πολιτιστική κληρονομιά.
Το 1930 του απονέμεται το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για την αγιογράφηση του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Το 1934 συμμετέχει στην Μπιενάλε της Βενετίας. Αρχίζει συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο το 1945. Εικονογραφεί το αναγνωστικό της Ε΄ Δημοτικού το1949. Ιδρύει με τη Ραλλού Μάνου το Ελληνικό Χορόδραμα το 1950. Κερδίζει το βραβείο Guggenheim το 1960. Σκηνογραφεί την κινηματογραφική υποψήφια για Όσκαρ “Ηλέκτρα” του Μιχάλη Κακογιάννη το 1961. Εκδίδει το αυτοβιογραφικό Φώτα και σκιές το 1969. Κάνει τη μεγάλη αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη το 1975. Πεθαίνει στο σπίτι του, κάτω από την Ακρόπολη το 1985.
Ο Σπύρος Βασιλείου υπήρξε πολύ αγαπημένος φίλων των Κατακουζηνών. Μοιράστηκαν πολλές ευτυχισμένες στιγμές.
Παραθέτουμε αποσπάσματα από το κείμενο του Άγγελου Κατακουζηνού για τον Σπύρο Βασιλείου το 1969 για το βιβλίο ΦΩΤΑ ΚΑΙ ΣΚΙΕΣ.
«Ο Σπύρος Βασιλείου με τη χρωματική παρουσία του στολίζει σαράντα τώρα χρόνια την Αθήνα μας.

Όλο τούτο τον καιρό, σα ζωγράφος, μίλησε μια γλώσσα γλαφυρή, όσο και απέριττη, μια γλώσσα που έχει την ακατανίκητη έλξη του παραμυθιού και τη μαγεία του παιδικού ονείρου. Για αυτό και άγγιξε βαθιά την καρδιά των ανθρώπων.

Και όπως ο Σπύρος είναι μια ανοιχτή ζεστή αγκαλιά, έτοιμος πάντα να δεχθεί και πρόθυμος να δώσει με ένα χαμόγελο σοφίας και ψυχικής σιγουριάς, έτσι και η ζωγραφική του είναι ένα εγκάρδιο κάλεσμα που απευθύνεται στην πιο ευαίσθητη περιοχή του ψυχικού μας κόσμου.

Είναι ένα κάλεσμα γεμάτο υποσχέσεις, ένα κάλεσμα για μια φυγή: είναι η βαρκούλα που αρμενίζει με το κόκκινο πανί, ένα ακρογιάλι να το χρυσώνει το ηλιοβασίλεμα.

Είναι ο ίσκιος, είναι το φως η μοναξιά μέσα στη νύχτα είναι τα πολύχρωμα λουλούδια του αγρού τα κάτασπρα θαλασσοπούλια. Τα ξάρτια των καραβιών να λικνίζονται στον απάνεμο γιαλό, η ερημιά μέσα στη βροχή στην παραλία. Είναι η απόμακρη πολιτεία στο δειλινό και η μοναχική καρέκλα στην ακροθαλασσιά, που πάντα σε προσμένει.

Είναι ακόμα οι χαμένες αναμνήσεις μας, το παλιό μας σπίτι που δεν υπάρχει πια, ολάκερη η ζωή μας. Είναι η ζωή του Σπύρου.»

Παραθέτουμε αποσπάσματα από το ψυχογράφημα του Άγγελου Κατακουζηνού για τον Σπύρο Βασιλείου το 1978.

«Με τον Σπύρο Βασιλείου και για να κυριολεκτήσω, με τον μπάρμπα-Σπύρο, το επίθετο εδώ αποτελεί πλεονασμό, με δένει μια πολύ παλιά φιλία.

Η φιλία μας αυτή άρχισε όταν πρωτοαντίκρισα τη ζωγραφική του πολύ πριν γνωρίσω τον ίδιο.

….Γιατί μέσα στη ζωγραφική του που με συγκινούσε συνάντησα και τον άνθρωπο που τόσο μου ταίριαζε….

….

Η ζωγραφική του Σπύρου Βασιλείου είναι το τρυφερό χαμόγελο της φύσης, είναι ένα φιλικό χέρι που σου απλώνεται για μια εγκάρδια χειραψία….»