Φανταστικό λιμάνι [Τοπίο Βενετίας], 1957
Λιθογραφία, 40 x 55 εκ.
Υπογράφοντας, εκτός από τα ζωγραφικά και τα χαρακτικά έργα του, ταπισερί, κεραμικά, μνημειακές διακοσμήσεις δημοσίων χώρων, εικονογραφήσεις έργων ιερών τεράτων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μεταξύ των οποίων οι Hemingway, Eliot, Camus, Maurois, Mauriac, Ionesco, σκηνικά για το θέατρο και το μπαλέτο, ο Jean Carzou αποτελεί απαράμιλλο ζωντανό παράδειγμα του δημιουργού-ποιητή, με τον τρόπο που το αντιλαμβάνονταν οι Αρχαίοι αλλά και οι νεότεροι πνευματικοί Έλληνες όπως ο Άγγελος Κατακουζηνός και ο φωτεινός κύκλος του.
Αυτός ο «ρευστός μάρτυρας των μοντέρνων καιρών», όπως αποκαλούνταν από τους κριτικούς της εποχής του, ο «οραματιστής-μάγος», αγγελιοφόρος των ημερών του που σημάδεψε την τέχνη της θετής χώρας του, επιλέγοντας ως θεματική των έργων του άλλοτε τη Βενετία ή την Προβηγκία, άλλοτε χιμαιρικά λιμάνια και άλλοτε παλάτια, ερειπιώνες ή ονειρικούς κήπους, εγγράφει κάτι από την ενδογενή μαγεία που χαρακτηρίζει το σύνολο του έργου του.
Το έργο του «Port imaginaire» (Φανταστικό λιμάνι) χαρίστηκε στον Άγγελο Κατακουζηνό από την ανιψιά του Λήδα Κατακουζηνού-Βαρδινογιάννη με τη σκέψη ότι ο Carzou είχε επίσης εικονογραφήσει έργα του Albert Camus, αγαπημένου φίλου του Άγγελου Κατακουζηνού.
Ο Γαλλο-Αρμένιος Jean Carzou (Χαλέπι, 1.1.1907-Marsac-sur-l’Isle, Dordogne, 12.8.2000), ζωγράφος, χαράκτης και εικονογράφος, έγινε γνωστός κυρίως από τις εικονογραφήσεις των μυθιστορημάτων του Ernest Hemingway και του Albert Camus.
Γεννημένος σε αρμενική οικογένεια με το όνομα Karnik Zouloumian, ο Carzou επινόησε το καλλιτεχνικό όνομά του από τις πρώτες συλλαβές του ονοματεπωνύμου του, προσθέτοντας το παρισινό χαϊδευτικό Jean. Σπούδασε αρχικά στο Κάιρο, ενώ από το 1924 έως το 1928 συνέχισε τις σπουδές του στον τομέα της αρχιτεκτονικής (Ecole Spéciale d’Architecture) και της ζωγραφικής (Αcadémie de la Grande Chaumière) στο Παρίσι. Εργάστηκε ως σκηνογράφος για το θέατρο, εγκαταλείποντας στη συνέχεια τη σκηνογραφία για το σχέδιο και τη ζωγραφική. Από το 1939 και για τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε με μεγάλη επιτυχία εκατοντάδες ατομικές εκθέσεις στο Παρίσι, τη Γαλλία και το εξωτερικό (Ευρώπη, Η.Π.Α., Ρωσία), ενώ το 1949 τιμήθηκε με το βραβείο Hallmark. Συγκαταλέγεται στους δέκα σημαντικότερους καλλιτέχνες της Γαλλίας της δεκαετίας του 1950. Τότε, επιστρέφοντας στο θέατρο, υπέγραψε τα σκηνικά και τα κοστούμια για την όπερα «Les Indes Galantes» του Rameau στην Όπερα του Παρισιού (1952), ενώ συνέχισε με το έργο «Le Loup» για τα Μπαλέτα του Roland Petit το 1953, καθώς και με την «Giselle» (1954) και την «Αthalie» (1955) για την Όπερα του Παρισιού και την Comédie Française
Υπήρξε Τακτικό Μέλος του Ινστιτούτου της Γαλλίας καθώς και της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών, διαδεχόμενος εκεί τον ζωγράφο Jean Bouchaud το 1977, ενώ απέσπασε ύψιστες διακρίσεις και παράσημα, όπως αυτό του Ιππότη του Εθνικού Τάγματος της Τιμής (Chevalier de la Légion d’Honneur, Commandeur des Arts et Lettres, Officier de la Légion d’Honneur, Commandeur de l’Ordre National du Mérite).
Το 1986, η Fondation Emile-Hugues στη Vence (Alpes-Maritimes) του άνοιξε τις πόρτες της για να γεννηθεί το «Μουσείο Carzou», ενώ το 1989 δημιουργήθηκε η Fondation Carzou στη Manosque, με έδρα το παρεκκλήσι της Αποκαλύψεως, το οποίο ο ίδιος εικονογράφησε εντυπωσιακά με το προσφιλές του θέμα, την Αποκάλυψη.
Έργα του βρίσκονται στις συλλογές σημαντικών μουσείων όπως το Μουσείο Hermitage, το Μουσείο Τέχνης του Πανεπιστημίου του Michigan, το Art Institute του Σικάγου, το Μουσείο Τέχνης του Mount Holyoke College και το Μουσείο Καλών Τεχνών του Σαν Φρανσίσκο.