Θλιμμένοι άνθρωποι, 36x36cm
Στη χαρακτηριστική χαρακτική σύνθεση του Γιώργη Δήμου, τέσσερις ρωμαλέες γυμνές φιγούρες με συμπλεκόμενα μέλη εικονίζονται μετωπικά μπροστά σε παράθυρο, διεκδικώντας το βλέμμα του θεατή. Το έργο του παθιασμένου αυτού υμνητή του ανθρώπου που αντιστέκεται και των λαϊκών αγώνων, χαρακτηρίζεται από έντονη εκφραστικότητα, ενώ η στατικότητα των αδρών όγκων των σωμάτων τρέπεται σε ορμητική κίνηση και η απορρέουσα μελαγχολία μεταλλάσσεται σε εξωστρεφές συναίσθημα και θέληση δράσης. Η Θλίψη, θεματική συνθήκη παθητική, που τιτλοφορεί αλλά και διακατέχει το έργο, συντελεί την ίδια στιγμή στην ενεργοποίηση. Στην απόφαση της αντίστασης, της εξέγερσης και της συνέχισης του ανθρώπινου Αγώνα για το ηθικό και δίκαιο.
Κλειστός σαν χαρακτήρας, αλλά εξαιρετικά ευαίσθητος και ψυχικά γενναιόδωρος, ο Γ. Δήμου αφιερώθηκε με γενναιόδωρη ορμή και τόλμη σε ό,τι ο ίδιος θεωρούσε ηθικό και ιερό, υπηρετώντας το λαϊκό δίκαιο, τον πατριωτικό αγώνα για την ισότητα και την ελευθερία, χωρίς ποτέ να προωθήσει το προσωπικό του σημαντικό καλλιτεχνικό έργο.
Σε ένα πρώιμο σημείωμα του 1930 του Φ. Γιοφύλλη για τον Γ. Δήμου, αχνοφαίνεται ο χαρακτήρας του δημιουργού: «Δημιουργεί μ’ ένα δικό του σύστημα και σχεδιάζει με ατομικό τρόπο. Βαδίζει μακριά από τις Ακαδημίες και τους πατημένους δρόμους».
Μαθητής ακόμη στην Αμπέτειο Σχολή του Καΐρου, ο Γιώργης Δήμου γράφει: «Τα μαμμόθρεφτα έρχονταν στο σχολείο με λιμουζίνες, μόνιππα, μαύρους υπηρέτες να τους κουβαλούν τις τσάντες. Κάθε δυο και τρεις καινούργια αλλαξιά… Σοκολάτες, ζαμπόνια, τυρόπιττες στα διαλείμματα. Τάληρα και σελίνια κουδουνίζουν στις τσέπες τους. Αφήνω τα “κατ’ οίκον” μαθήματα που καλοπλήρωναν οι πατεράδες τους στους δασκάλους κι έτσι είχαν και την ιδιαίτερη μεταχείριση στο σχολείο. Τα φτωχόπαιδα με τα ίδια πάντα ρούχα, χιλιόμετρα έρχονταν ποδαρόδρομο, το πολύ με τραμ. Ψωμοτύρι ή κουλούρι για κολατσιό και κανένα γρόσι χαρτζιλίκι μερικοί…».
«Ο μικρόσωμος, όλο νεύρο και πάθος, Γιώργης, σεμνός, εργατικός, αλτρουιστής, υπηρετεί την κοινή υπόθεση, χωρίς να προβάλλει τον εαυτό του ή το έργο του», γράφει για εκείνον στο ιστορικό μυθιστόρημά του «Το Φλογόδεντρο» (εκδόσεις «Ποντίκι») ο Παναγιώτης Βενάρδος.
«Συχνά φέρνω στο μυαλό μου», γράφει με τη σειρά του για εκείνον ο τόσο διαφορετικός, εξωστρεφής αλλά επιστήθιος φίλος του και συμμαθητής του Στρατής Τσίρκας, «μια εικόνα που μ’ έχει σημαδέψει ανεξίτηλα. Ένα χαρακτικό του Δήμου, που δείχνει εξεγερμένους Άραβες φοιτητές για την επέτειο της ανεξαρτησίας, το Νοέμβρη του 1934… Μια λαοθάλασσα, μια ορμή, που απειλεί να παρασύρει τα πάντα στο διάβα της. Πρόσωπα όπου το μαύρο χτυπιέται με το άσπρο κι όλοι κινούνται σαν ένα σώμα με την παρόρμηση να προχωρήσουν. Απέναντί τους κράνη, τα όπλα του εχθρού, η αιώνια αντιπαράθεση…».
Ο Γιώργης Δήμου (Κάιρο, 1911- Αθήνα, 2006) ήταν Έλληνας χαράκτης. Η στράτευσή του στον αντιστασιακό αγώνα την περίοδο της Κατοχής και οι κατοπινές περιπέτειες του πολυκύμαντου βίου του σημάδεψαν και την πρωτοποριακή καλλιτεχνική του δημιουργία.
Γεννήθηκε το 1911 στο Κάιρο από φτωχή οικογένεια Αιγυπτιωτών με καταγωγή από τη Θράκη. Η πρώτη του επαφή με τη χαρακτική συντελέστηκε στο εργαστήριο του μαρμαρογλύπτη πατέρα του, όπου και σχεδίασε τα πρώτα του έργα. Φοίτησε στη Αμπέτειο Σχολή όπου και γνωρίστηκε με τον Γιάννη Χατζηανδρέα (Στρατή Τσίρκα) με τον οποίο συνδέθηκε στη συνέχεια με μακροχρόνια φιλία. Ο ίδιος περιγράφει με τρόπο συγκινητικό τη δύσκολη καθημερινότητα εκείνης της εποχής (τρία χιλιόμετρα ποδαρόδρομος καθημερινά για να εξοικονομήσει τα ναύλα) καθώς και τις πρώιμες συναντήσεις του με τους πνευματικούς ανθρώπους της αιγυπτιώτικης παροικίας (Λάμπης Ράππας, Θεοδόσης Πιερίδης, Οδυσσέας Καραγιάννης, Αντώνης Μάρταλλης, Ελένη Βοΐσκου κ.ά.).
Το 1925 γνωρίστηκε με τον Κύπριο κομμουνιστή λογοτέχνη και ζωγράφο Νίκο Νικολαΐδη, που τον έφερε σε επαφή με το εργατικό κίνημα και την προοδευτική διανόηση της Αιγύπτου. Το 1928 εξέθεσε για πρώτη φορά τα έργα του στην Διεθνή Έκθεση του Καΐρου.
Το 1930 φοίτησε με υποτροφία του ομογενή επιχειρηματία Δημήτρη Σπετσερόπουλου, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στο Εργαστήριο Ζωγραφικής του Κωνσταντίνου Παρθένη, ενώ συνέχισε τις σπουδές του στο νεοσύστατο Εργαστήριο Χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού, με συμμαθητές, ανάμεσα σε άλλους, τους Τάσσο Αλεβίζο (Α. Τάσσο) και Γιάννη Μόραλη και εντασσόμενος τον ίδιο χρόνο στην Κομμουνιστική Νεολαία (ΟΚΝΕ) και συνεργαζόμενος με τα περιοδικά: «Πρωτοπόροι», «Νέοι Πρωτοπόροι», «Πρωτοπορία» του Φ. Γιοφύλλη, «Νέα Εστία» και άλλα.
Αποφοιτώντας το 1934, επέστρεψε στην Αίγυπτο συμμετέχοντας μαζί με τον ποιητή Θεοδόση Πιερίδη, τον Στρατή Τσίρκα και τον Κώστα Βεργόπουλο στην Αντιφασιστική Διεθνή Ειρηνιστική Ένωση και αρθρογραφώντας στο αλεξανδρινό περιοδικό «Παναιγύπτια». Το 1938 παντρεύτηκε στην Αθήνα την Μαρία Κουκουδάμη από την Αλεξάνδρεια, που είχε επιστρέψει κι εκείνη λίγα χρόνια νωρίτερα στην Αίγυπτο, αναζητώντας οικονομικούς ενισχυτές για το ΚΚΕ. Σημαντικό ρόλο έπαιξε στους αγώνες του ζεύγους έκτοτε αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο προοδευτικός ομογενής και επιχειρηματίας Στρατής Ζερμπίνης.
Το 1939 ο Δήμου και η σύζυγός φυλακίστηκαν από το μεταξικό καθεστώς. Μετά την αποφυλάκισή τους, επέστρεψαν στην Αίγυπτο. Στη διάρκεια της Κατοχής ο Δήμου συμμετείχε ενεργά στο ΕΑΜ (γραμματέας στην Οργάνωση Καλλιτεχνών (1941-43), χαράσσοντας ένσημα για την οικονομική ενίσχυση του Αγώνα και τη σφραγίδα της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης ΠΕΕΑ και αναλαμβάνοντας την επιμέλεια σειράς εντύπων, ενώ το 1943 εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ. Κατά τον Εμφύλιο επέστρεψε για λίγο στην Αίγυπτο, ενώ, μέσω Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας εντάχθηκε στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Το 1948 κατέφυγε με τη γυναίκα του στην Ουγγαρία και στη συνέχεια στη Ρουμανία όπου και έζησε έως το 1965, σχεδιάζοντας Έλληνες πρόσφυγες και Ρουμάνους εργάτες, χαράσσοντας λιθογραφίες («Ο Μπελογιάννης τραυματίας στο Γράμμο», «Μοναξιά» κ.ά.), εργαζόμενος στο εκδοτικό του ΚΚΕ και επιμελούμενος δεκάδες πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις. Ανάμεσα τους το λεύκωμα για τα «Δίχρονα του ΔΣΕ», το λεύκωμα για τους αγώνες των γυναικών, το εξώφυλλο και ένα σχέδιο για το βιβλίο ποίησης του Κώστα Γιαννόπουλου «Το τελευταίο τραγούδι». Εικονογράφησε ακόμα, τα εξώφυλλα βιβλίων των Κώστα Βάρναλη, Στρατή Τσίρκα, Νίκου Νικολαΐδη, Έλλης Αλεξίου και άλλων.
Με ενέργειες του γλύπτη Χρήστου Καπράλου, επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα, εργαζόμενος έκτοτε για μια περίοδο ως συντηρητής τοιχογραφιών βυζαντινών ναών (Μητρόπολη του Μυστρά και Όσιος Λουκάς), στο Μουσείο Χριστιανικής και Βυζαντινής Τέχνης με υπεύθυνο τον Φ. Ζαχαρίου.
Ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να οργανώσει ατομική έκθεση ή να πουλήσει έργα του σε ιδιώτες, αν και το έργο του έτυχε σημαντικής αναγνώρισης. Ωστόσο, πείστηκε να παρουσιάσει το έργο του στην αναδρομική έκθεση που οργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης («Γιώργης Δήμου – χαρακτική και σχέδια», 2005) και που ο ίδιος δεν χάρηκε καθώς ήταν καθηλωμένος για αρκετά χρόνια στο κρεβάτι. Η έκθεση συνοδευόταν από ομώνυμη έκδοση του ΜΙΕΤ που περιλαμβάνει χρονολόγιο, ανθολόγιο έργων, αυτοβιογραφικά κείμενα καθώς και τρεις επιστολές του Δήμου προς τον συμμαθητή του Στρατή Τσίρκα, με πρόλογο του Διονύση Καψάλη. Πέθανε στην Αθήνα το 2006.
Το συγκεκριμένο έργο βρέθηκε στη συλλογή του Κατακουζηνού αλλά για την ώρα δεν έχει βρεθεί κάποια παραπάνω σύνδεση. Εικάζουμε πάντως πως υπήρχε κάποια προσωπική γνωριμία ίσως από τα χρόνια της Κατοχής.
Πηγές:
Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών» (εκδόσεις «Μέλισσα»).
«Ριζοσπάστης», Γιώργης Δήμου, «Ζωγράφος των λαϊκών Αγώνων». Κυριακή 6 Αυγούστου 2006, Ένθετη έκδοση Πολιτισμός «7 Μέρες μαζί».
«Γιώργης Γ. Δήμου – Χαρακτικά / σχέδια / κείμενα επιστολές» (ΜΙΕΤ).
Ευάγγελου Μαχαίρα «Η Τέχνη της Αντίστασης» (εκδόσεις Καστανιώτης).
Παναγιώτη Βενάρδου «Το Φλογόδεντρο» (εκδόσεις «Ποντίκι»).
Α. Μπαχαριάν – Π. Ανταίου «Εικαστικές Μαρτυρίες στον πόλεμο, στην κατοχή και στην Αντίσταση» (εκδόσεις «Οδυσσέας»).